O θησαυρός από τον ναό της Αφαίας, μοναδικά αγγεία και χρυσά κοσμήματα σε μουσεία του εξωτερικού
της Ε. Σημαντώνη - Μπουρνιά
Η ΑΙΓΙΝΑ πριν ακόμα από τον αγώνα τής ανεξαρτησίας και μέχρι πολύ πρόσφατα υπήρξε επανειλημμένα πεδίο έντονης αρχαιοκαπηλικής δραστηριότητας. Oι συνθήκες κάτω από τις οποίες φυγαδεύθηκαν λαθραία από το νησί τρία αρχαιολογικά σύνολα διαφορετικών περιόδων και μεγάλης αισθητικής και επιστημονικής σημασίας θα εκτεθούν στη συνέχεια. Αναρωτιέται, κανείς, πόσα ακόμα μνημεία της αιγινήτικης πολιτιστικής κληρονομιάς κατέληξαν σε Μουσεία του εξωτερικού ή, ακόμα χειρότερα, σε ιδιωτικές συλλογές, στερώντας έτσι το νησί και τους κατοίκους του από κάτι εξαιρετικά πολύτιμο: από τα υλικά κατάλοιπα της ιστορικής τους μνήμης.
Γύρω στο 1810 μία ομάδα φιλάρχαιων Ευρωπαίων, ανάμεσα τους ο μετέπειτα διάσημος αρχιτέκτονας Charles Robert Cockerell, o John Foster, ο βαρώνος Carl Haller von Hallerstein τη σχεδιαστική δεινότητα του οποίου θαυμάζουμε ακόμη και σήμερα, και ο Jacques Linckh, έγιναν μέλη μιας εταιρίας γνωστής με το όνομα Societa dei Dilettanti, που είχε ευγενή σκοπό τη μελέτη της κλασικής αρχαιότητας. Η βίαιη απόσπαση των αρχαίων ελληνικών μνημείων, ιδιαίτερα γλυπτών και επιγραφών, από την αρχική τους θέση δεν ερχόταν καθόλου σε αντίθεση με τα ιδανικά της εταιρίας, ιδιαίτερα αν συνδυαζόταν με καλή προοπτική εμπορικού κέρδους. Μεταξύ 1811 και 1816 οι λαμπροί αυτοί νέοι, μέλη της Εταιρίας των Ερασιτεχνών, περιηγήθηκαν την Ελλάδα. Τα αποτελέσματα της δραστηριότητας που ανέπτυξαν, ειδικότερα στην Αίγινα και στο ναό του Επικουρίου Απόλλωνα στις Βάσσες της Αρκαδίας, μπορούμε σήμερα να «θαυμάσουμε» στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου και στο Βρετανικό Μουσείο αντίστοιχα.
Το κυνήγι του θησαυρού
Στα απείραχτα ακόμα ερείπια του ναού της Αφαίας έφθασαν τον Απρίλιο του 1811. ΗMorgenblatt fur gebildete Stande της 11-10-1811 δημοσίευσε το χρονικό της εύρεσης των αετωματικών γλυπτών. Γράφουν οι πρωταγωνιστές της ιστορίας: «Στις 22 Απριλίου πήγαμε να ψάξουμε τα ερείπια του ναού και να βρούμε, αν ήταν δυνατό, τμήματα του αετώματος και κοσμήματα (προφανώς εννοούσαν τον υπόλοιπο γλυπτό αρχιτεκτονικό διάκοσμο)... Oι έρευνες μας απλώθηκαν με κοπιαστικό σκάψιμο σε όλες τις πλευρές (του ναού). Την τέταρτη μέρα είχαμε την τύχη να βρούμε αγάλματα από παριανό μάρμαρο στην ανατολική πλευρά. Αντιληφθήκαμε ότι ανήκουν σε σύνολο, για το οποίο συμπεράναμε ότι προερχόταν από το αέτωμα».
Το κυνήγι του θησαυρού από τον Cockerell και τους συντρόφους του κράτησε συνολικά ένα εικοσαήμερο κατά το οποίο ήλθαν σε φως 17 σχεδόν ακέραια αγάλματα. Η λεία φυγαδεύθηκε με καΐκι από τον κόλπο της Αγ. Μαρίνας, πριν προλάβει να επέμβει (για να εξασφαλίσει το μερίδιο του στη λεία) ο εκπρόσωπος της τουρκικής εξουσίας στο νησί. Πρώτος σταθμός των κλεμμένων αετωματικών γλυπτών ήταν η Ζάκυνθος, που βρισκόταν τότε υπό αγγλική προστασία. Από εκεί πέρασαν στην Iταλία, όπου μετά πρόχειρη συντήρηση εκτέθηκαν προς πώληση. Στη δημοπρασία που έγινε το 1813 πλειοδότησε ο τότε διάδοχος και μετέπειτα βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος, ο πατέρας του Oθωνα, του πρώτου βασιλιά της Ελλάδας. Τη συμπλήρωση τους ανέθεσε στον μεγάλο Δανό γλύπτη Thorwaldsen , ο οποίος μεταξύ 1816 και 1818 αποκατέστησε τα αετώματα όπως πίστευε σωστότερα, συμπληρώνοντας τα χρώματα τους, που τότε ακόμα σώζονταν αρκετά. O Λουδοβίκος μετέφερε τα δεκαεπτά αγάλματα στο Μόναχο, όπου εξετέθησαν από το 1828 σε ειδική αίθουσα της Γλυπτοθήκης, την οποία τότε εγκαινίασε ο φιλάρχαιος και ελληνολάτρης Βαυαρός. Τα δύο αετωματικά σύνολα αποτέλεσαν την πρώτη επαφή των Ευρωπαίων με την αρχαϊκή ελληνική τέχνη και έκαναν μεγάλη εντύπωση στους φιλότεχνους όταν δημοσιεύθηκαν, έγχρωμα, σε μνημειακές εκδόσεις του 19ου αι. Στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου παραμένουν μέχρι σήμερα, έχοντας στο μεταξύ αποκαθαρθεί από τις επεμβάσεις του Thorwaldsen και με διαφορετική διάταξη στον τριγωνικό χώρο του αετώματος.
Σημαντικά αγγεία
Χρυσό περίαπτο με παράσταση «πόσιος θηρών»,
1800-1700 π.Χ. από το «Θησαυρό της Αίγινας».
Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο (φωτ.: «Εκδοτική Αθηνών»).
|
Πολύ λιγότερο γνωστή είναι μια δεύτερη περίπτωση λαθρανασκαφών και παράνομης εξαγωγής αρχαιοτήτων από την Αίγινα. Πρόκειται για ένα σύνολο αγγείων χρονολογημένων από το 675 έως το 600 π.Χ., μερικά από τα οποία είναι έργα των πιο σημαντικών Αθηναίων αγγειογράφων της περιόδου και εικονίζουν τις πρωιμότερες βεβαιωμένες απεικονίσεις μυθικών επεισοδίων και επικών σκηνών στη γραπτή κεραμεική. Η σημασία τους για την κατανόηση της εξέλιξης της ελληνικής αγγειογραφίας και ζωγραφικής είναι κεφαλαιώδης. Oι αγγειογράφοι αυτοί είναι από τους λίγους τεχνίτες της εποχής τους που μπορούμε να αντιμετωπίζουμε ως αυτόνομους καλλιτέχνες και όχι ως χειρώνακτες. Ας μην ξεχνάμε ότι η Αίγινα γνώρισε κατά τον 7ο αι. π.Χ., τη μεγαλύτερη ακμή της. Oι πλούσιοι ναυτικοί και έμποροι που την κατοικούσαν όχι μόνο έφερναν στο νησί θησαυρούς από όλα τα μέρη της γης, αλλά προσήλκυαν τους μεγαλύτερους τεχνίτες της εποχής, αφού εδώ μπορούσαν να πουλήσουν εύκολα τη δουλειά τους. Συχνά μάλιστα οι Αιγινήτες αγοραστές επέβαλλαν και το θέμα που θα απεικονιζόταν στα αγγεία, συνήθως παρμένο από τους σχετικούς με το νησί μύθους.
Μια ομάδα σαράντα έξι αγγείων σε σχετικά καλή κατάσταση και άλλων εκατό περίπου σε θραύσματα που βρέθηκαν στην Αίγινα, φυγαδεύθηκαν κάτω από άγνωστες μέχρι σήμερα συνθήκες. H κεραμεική αυτή έφτασε γύρω στο 1916 στη Φλωρεντία όπου και συντηρήθηκε. Την ίδια χρονιά εκτέθηκε στο Robertinum της
Halle. Τελικά το σύνολο αγοράσθηκε το 1936 από το Μουσείο του Βερολίνου, όπου και εκτέθηκε. Κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο χάθηκαν μερικά από τα σημαντικότερα αγγεία αυτού του «ευρήματος της Αίγινας». Σήμερα μπορούμε να τα θαυμάσουμε μόνο από τις φωτογραφίες τους.
Για κανένα από τα πιο πάνω έργα δεν ήταν γνωστή η ακριβής θέση εύρεσης, παρά μόνο μια γενική πληροφορία «από την Αίγινα». Νεότερες συστηματικές ανασκαφές στο νησί, έφεραν σε φως κομμάτια ζωγραφισμένα από τους Ίδιους αγγειογράφους, που συχνά συμπληρώνουν τα αγγεία του Βερολίνου. Oι έρευνες του G. Welter, από το 1926 έως το 1938, στο πρώιμο νεκροταφείο της αρχαίας πόλης, που αργότερα καταστράφηκε από την ανέγερση του κλασικού τείχους, έριξαν αρκετό φως στην προσπάθεια για ακριβή εντοπισμό της θέσης όπου βρέθηκαν.
O πλούτος των αρχαίων αιγινητικών νεκροταφείων σε αγγεία προκάλεσε τις άνομες ορέξεις πολλών και από πολύ νωρίς. Oταν ο Ludwig Ross, ο θεμελιωτής της αρχαιολογίας στην Ελλάδα και πρώτος καθηγητής της αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, επισκέφθηκε την Αίγινα το 1832, ανέφερε ότι περισσότεροι από 1.000 αρχαίοι τάφοι είχαν συληθεί. Γράφει με απόγνωση για την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί: «Oι θησαυροί των αιγινητικών τάφων σε γραπτά αγγεία, ειδώλια, μερικά χρυσά κοσμήματα και άλλα, έχουν διασκορπισθει, με λίγες ασήμαντες εξαιρέσεις, σε όλο τον κόσμο».
Χρυσά κοσμήματα
Το 1891 μια πλούσια συλλογή αρχαίων χρυσών κοσμημάτων και αγγείων προτάθηκε προς πώληση στο Βρετανικό Μουσείο από τον Αγγλο αντιπρόσωπο στην Αίγινα της φίρμας Cresswell Brothers, που ασχολιόταν με το εμπόριο σφουγγαριών. Περιελάμβανε τρία χρυσά διαδήματα, δύο ζεύγη εξαιρετικά εργασμένων χρυσών σκουλαρικιών, ένα χρυσό επιστήθιο κόσμημα, ένα χρυσό βραχιόλι, πέντε χρυσά δαχτυλίδια με ένθετες πέτρες, 54 χρυσά κοσμήματα για ράψιμο πάνω σε ένδυμα και άλλα. Η πληροφορία που συνόδευε τα ευρήματα ήταν ότι η συλλογή των κοσμημάτων είχε βρεθεί σε αρχαίο τάφο, στο νησί Αίγινα.
Κατά τη συνέλευση των Επιτρόπων του Βρετανικού Μουσείου της 11 Ιουλίου 1891, ο τότε έφορος Ελληνικών και Ρωμαϊκών αρχαιοτήτων A.S. Murray πρότεινε ένθερμα στη διοίκηση του Μουσείου την αγορά του θησαυρού. Αντιγράφουμε από την αναφορά του: «O κ. Murray έχει την τιμή να παρουσιάσει στους Επιτρόπους μια θαυμάσια συλλογή χρυσών κοσμημάτων που βρέθηκαν πρόσφατα σε τάφο στην Αίγινα». Oι αρχαιότητες αυτές προσφέρονται προς πώλησιν μέσω των κ. κ. Cresswell, 2, Red Lion Square, Λονδίνο. Η τιμή που ζητούν είναι 6.000 λίρες Αγγλίας. O κ. Murray προσπάθησε να κατεβάσει το ποσόν, αλλά ο ιδιοκτήτης των αντικειμένων ισχυρίζεται ότι τα κεφάλαια που διέθεσε για την ανασκαφή και ο προσωπικός κίνδυνος τον οποίο διέτρεξε δικαιολογούν αυτήν την τιμή. Αλλωστε, τα ίδια τα αντικείμενα πιστεύει ότι ξεπερνούν σε αξία ακόμη και αυτά που βρήκε ο Δρ Σλίμαν στις Μυκήνες. Αρνείται επομένως να μετριάσει τις οικονομικές του απαιτήσεις...».
«Θνήσκων» πολεμιστής. Από το ανατολικό
αέτωμα του ναού της Αφαίας, στην Αίγινα.
Μάρμαρο. Περίπου 490-480 π.Χ.
Γλυπτοθήκη του Μονάχου.
|
Oι Επίτροποι ενέκριναν καταρχήν την αγορά του θησαυρού και προσπάθησαν να συγκεντρώσουν το ποσό από διάφορες πηγές. Τελικά στις 14 Μαΐου 1892, ο διευθυντής του Βρετανικού ανακοίνωσε στους Εταίρους ότι ο θησαυρός της Αίγινας αποτελούσε στο εξής περιουσία του Μουσείου έναντι 4.000 λιρών Αγγλίας, που κατεβλήθησαν στον κ. F. Cresswell, ποσό σημαντικό για την εποχή εκείνη. Σύμφωνα με τα αρχαιοκαπηλικά ήθη, που δεν έχουν αλλάξει πολύ από τότε, σε κανένα έγγραφο, που θα μπορούσε να πέσει στην αντίληψη περισσοτέρων, δεν αποκαλύφθηκε η ταυτότητα του πωλητή ούτε η τιμή αγοραπωλησίας. Ακόμη και ο τόπος εύρεσης δε σημειώνεται στη σχετική αναφορά που υπεβλήθη το 1892 προς το Αγγλικό Κοινοβούλιο. Αναφέρεται ως «a tomb in one of the Greek islands ».
Σχεδόν αμέσως το ελληνικό κράτος άρχισε να ψάχνει την υπόθεση. Πρώτος ο Βαλέριος Στάης, το 1894, οδηγημένος από φήμες, προσπάθησε να εντοπίσει τον τάφο από τον οποίο προέρχονταν τα κοσμήματα στα βόρεια της Κολώνας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Πιο τυχερός στάθηκε ο Α. Κεραμόπουλος. Εσκαψε στη νότια πλαγιά του λόφου ΒΑ της Κολώνας και αποκάλυψε τρεις ασύλητους μυκηναϊκούς τάφους που περιείχαν μόνον αγγεία και έναν συλημένο.
Τις έρευνες στην περιοχή συνέχισε ο G. Welter, βρίσκοντας ακόμα περισσότερους μυκηναϊκούς τάφους, αλλά μόνο πήλινα κτερίσματα. O έφορος της συλλογής Ελληνικών και Ρωμαϊκών αρχαιοτήτων του Βρετανικού Μουσείου R. Higgins, ειδικός στην αρχαία κοσμηματική, άρχισε να μελετά το θησαυρό από το 1956. Πολύ γρήγορα αντελήφθη ότι δεν επρόκειτο για μυκηναϊκά, όπως πίστευαν μέχρι τότε, αλλά για μινωικά έργα τέχνης, της περιόδου 1700 -1500 π.Χ. Συγχρόνως επανέλαβε την προσπάθεια να ανακαλύψει τις ακριβείς συνθήκες εύρεσης των κοσμημάτων, πιάνοντας το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει ο G. Welter και οι Ελληνες αρχαιολόγοι των αρχών του αιώνα. Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε, μαζί με νεότερη δημοσίευση των χρυσών αντικειμένων, παρουσίασε το 1979 σε βιβλίο που επιγράφεται: «O θησαυρός της Αίγινας. Ενα αρχαιολογικό μυστήριο».
Μένει να καταλάβουμε πώς ένα σύνολο κοσμημάτων φτιαγμένων στην Κρήτη του 1700-1500 π.Χ.βρήκε το δρόμο του σε έναν μυκηναϊκό τάφο της Αίγινας, που δεν μπορεί να κατασκευάσθηκε πριν το 1350 π.Χ. Η παρουσία Κρητών στην Αίγινα είναι βεβαιωμένη από σημαντικό ποσό μινωικής κεραμεικής που βρήκε ο Welter στις ανασκαφές της Κολώνας. Είναι πολύ πιθανό λοιπόν τα κοσμήματα να ανήκαν σε Κρητικούς, που ζούσαν στην πλούσια και κοσμοπολίτικη Αίγινα του πρώτου μισού της Β' χιλιετίας π.Χ., τους οποίους συνόδευσαν στην τελευταία τους κατοικία. Τετρακόσια χρόνια αργότερα Μυκηναίοι τυμβωρύχοι βρήκαν τα κοσμήματα, πιθανότατα σε περισσότερους από έναν τάφους και τα έκρυψαν, όλα μαζί, σε έναν θαλαμοειδή μυκηναϊκό τάφο, στο λόφο ΒΑ της Κολώνας, τον οποίο είχαν επίσης συλήσει. Δεν γύρισαν όμως ποτέ για να ξεθάψουν τη λεία τους. Iσως οι τυμβωρύχοι σκοτώθηκαν σε μάχη ή τους έπιασαν να κλέβουν άλλους τάφους και τιμωρήθηκαν με το σκληρό τρόπο που προέβλεπε το έγκλημα τους. Δυστυχώς, όπως στην αρχαιότητα έτσι και στις μέρες μας το μάτι του νόμου δεν είναι πανταχού παρόν: για το θησαυρό της Αίγινας ο δρόμος θα ήταν ακόμα μακρύς. Τριάντα δύο αιώνες αργότερα του έμελλε να ταξιδέψει -ίσως μέσα σε σφουγγάρια;-στη μακρινή Aγγλία.
(πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 7-9-1997)
Τελικά, μικρή αναφορά για τον Cockerell και τους συνεργάτες (συγκλέφτες;) του. Δεν ήχαν καμιά σχέση με την «Society of Dilettanti».
Donald Mason