Στον οικολογικό χώρο δεν παρεμβαίνουμε στα εσωτερικά άλλων. Το κείμενο όμως «των 58» απευθύνεται ρητά ΚΑΙ «στον χώρο της πολιτικής οικολογίας», οπότε μας κάνει εκ των πραγμάτων μέρος του διαλόγου.
Καίριο ερώτημα είναι λοιπόν, αν η ελληνική κεντροαριστερά έχει καταλάβει τι πραγματικά έχει συμβεί, τόσο στη χώρα όσο και στην ίδια. Μια σειρά κρίσιμα δεδομένα, φοβάμαι ότι δυστυχώς μένουν έξω από το οπτικό της πεδίο:
1. Για την πλειοψηφία των πολιτών, η κεντροαριστερά είναι αυτή που έσπασε το Κοινωνικό Συμβόλαιο της τελευταίας 50ετίας: ότι οι όροι ζωής κάθε πολίτη θα παρουσίαζαν σταθερές προοπτικές βελτίωσης, και ότι σε καμιά περίπτωση δε θα επιδεινώνονταν δραματικά χωρίς κάποιο εξαιρετικό ατομικό συμβάν. Το συμβόλαιο αυτό σίγουρα έπρεπε να εξελιχθεί, καθώς παραγνώριζε επικίνδυνα τη σημασία των συλλογικών αγαθών, του κοινωνικού κράτους, αλλά και του κόστους ζωής. Όχι όμως και χωρίς να μπει κάτι άλλο στη θέση του, με το εισιτήριο π.χ στο λεωφορείο να ακριβαίνει το 2009-2012 περισσότερο από την τιμή της βενζίνης. Αναπόφευκτα, μεγάλο μέρος των πρώην ψηφοφόρων της καταλήγει να την αντιμετωπίζει ως παράταξη προνομιούχων που περιφρουρούν μόνο δικά τους συμφέροντα.
2. Από τη δεκαετία του 1990, η κεντροαριστερά οικοδομούσε μια οικονομία με ημερομηνία λήξης. Ήδη από το 1993-4, οι απευθείας «παροχές» αντικαταστάθηκαν με πολιτικές για εύκολο χρήμα σε όσο γινόταν περισσότερους: χρηματιστήριο, υπερτιμ(ολογ)ημένα Μεγάλα Έργα, ημι-απλήρωτη εργασία μεταναστών, υπεραξίες ακινήτων και οικοδομική έκρηξη, επιθετική στροφή του τραπεζικού τομέα στη στεγαστική και καταναλωτική πίστη. Με ορίζοντα την είσοδο στο ευρώ και τους Ολυμπιακούς, όλη η οικονομία οικοδομήθηκε πάνω στη
διαρκή διόγκωση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Τέτοια εγχειρήματα, όμως, έχουν εγγενή ημερομηνία λήξης: Η (κατά πολύ ισχυρότερη) Ισπανία με το τριπλό ορόσημο του 1992, εγκλωβίστηκε μετά επί χρόνια σε ανεργία 25%, σχεδόν όσο η σημερινή Ελλάδα. Η κεντροαριστερά (αλλά και το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα) δεν διέβλεψαν ποτέ τον αντίστοιχο κίνδυνο. Έτσι η διακυβέρνηση Καραμανλή εξαντλήθηκε σε μια αδιέξοδη προσπάθεια να διατηρήσει τη φούσκα, καταλήγοντας σε έκρηξη δημόσιου δανεισμού.
3. Η περίοδος Σημίτη δεν δικαιώνει καμιά νοσταλγία. Ακόμη και η μετάβαση στο ευρώ έγινε με ισοτιμία που οδηγούσε σε έκρηξη εισαγωγών και με αδιαφάνεια τιμών (αντίθετα π.χ. με τη Γαλλία, που διατήρησε για χρόνια τη διπλή αναγραφή) που οδήγησε σε απώλεια της αίσθησης των τιμών, επιλεκτικό πληθωρισμό και εκτίναξη του κόστους ζωής των ασθενέστερων. Αντί για διοικητική μεταρρύθμιση, δημιουργήθηκαν μεμονωμένοι θύλακες «αποτελεσματικού κράτους». Παράλληλα η ανομία γενικευόταν, από τη διαφθορά και τη διαπλοκή (Τσοχατζόπουλος, Μαντέλης, Τσουκάτος...) μέχρι τη στάθμευση στα πεζοδρόμια και τη μαζική de facto αναστολή της εργατικής νομοθεσίας σε μεγάλο μέρος του ιδιωτικού τομέα. Θετικά επιτεύγματα, από τις Ανεξάρτητες Αρχές μέχρι την ύφεση στα ελληνοτουρκικά (αλλά όχι και στις εξοπλιστικές δαπάνες), αδυνατούν δυστυχώς να επισκιάσουν το ότι η πορεία προς την κρίση δρομολογήθηκε εκείνη ακριβώς την εποχή, με το εύκολο χρήμα ως «μέρισμα του εκσυγχρονισμού» να λειτουργεί ως μηχανισμός εξαγοράς συναινέσεων. Για όσους άλλωστε θεωρούν κύρια αιτία της κρίσης την αύξηση του εργασιακού κόστους, ο ίδιος ο Κ. Σημίτης είχε διακηρύξει ότι την «ονομαστική» σύγκλιση θα ακολουθούσε και η «πραγματική», στους μισθούς.
4. Η εποχή των Μνημονίων διόλου δεν «φαίνεται να φθάνει στο τέλος της», όπως δηλώνουν οι «58». Παραμένουν υποχρεώσεις που δεσμεύουν ασφυκτικά τη χώρα για δεκαετίες: η Δανειακή Σύμβαση επιτάσσει διαρκή πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 5% (όσα δεν είχε ούτε η Γερμανία, σε εποχές πολύ καλύτερες), και οροφή πρωτογενών δημόσιων δαπανών στο 37% του ΑΕΠ όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος της ευρωζώνης είναι στο 43%. Η απεμπλοκή από τη δημοσιονομική αυτή θηλιά, που μεσοπρόθεσμα βάζει την Ελλάδα σε τροχιά εξόδου από την ευρωζώνη, κανονικά θα έπρεπε να είναι το πρώτο ζητούμενο κάθε σοβαρής επαναδιαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Η ανέμελη όμως αισιοδοξία δε φαίνεται να επιτρέπει κάτι τέτοιο.
5. Η κεντροαριστερά αδυνατεί να «δει» την οικολογική κρίση και τη διάσταση της βιωσιμότητας. Από τη συνταγματική αναθεώρηση του 2000 που στόχευσε το Άρθρο 24 και τη (βραβευμένης στην Ευρώπη) νομολογίας του ΣτΕ, μέχρι τους Ολυμπιακούς του 2004 που χαρακτηρίστηκαν από μεγάλες διεθνείς ΜΚΟ οι χειρότεροι από περιβαλλοντική άποψη, τα θετικά βήματα στο περιβάλλον έρχονταν σχεδόν όλα από τις Βρυξέλλες και τα αρνητικά από την Αθήνα. Όταν η Ευρώπη συμφωνούσε μειώσεις στις εκπομπές CO2, η κυβέρνηση Σημίτη αποσπούσε με υπερηφάνεια… αυξήσεις 25%. Συνεχίζουν να δίνουν στήριξη σε πολιτικούς, όπως ο κ. Πάχτας, που σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα δε θα είχαν μείνει στη δημόσια ζωή αν βαρύνονταν με σκάνδαλα όπως η καταδίκη από την Κομισιόν για παράνομη ενίσχυση στην ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ Α.Ε. ή η νυκτερινή τροπολογία για το «Πόρτο Καρράς». Κρισιμότερη είναι όμως είναι αδυναμία να αντιληφθούν τη σύνδεση οικονομίας και περιβάλλοντος: αδιαφορούν έτσι για ζητήματα όπως η ερήμωση των 2/3 της χώρας (τόσο είναι οι ορεινές και ημιορεινές περιοχές), και αδυνατούν να δουν κάτι νέο για τον τουρισμό πέρα από τα υδροβόρα συγκροτήματα γκολφ και τους μαζικούς οικισμούς τουριστικής κατοικίας όπως αυτοί που βούλιαξαν την ισπανική οικονομία. Χωρίς όμως το περιβάλλον, δεν υπάρχει διέξοδος ούτε για την οικονομία.
6. Η κεντροαριστερά βλέπει το Μνημόνιο και τις εξελίξεις στην Ευρώπη, με την επιφανειακή ματιά παλιού επαρχιώτη: τα ελληνικά Μνημόνια θεωρούνται μοναδική περίπτωση αντίστοιχη μόνο με τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό Νότο, η Ευρώπη αντιμετωπίζεται παθητικά και όχι με την οπτική ανθρώπων που νιώθουν πολίτες της, καταθέτουν όραμα και αναζητούν συμμαχίες και σχέδιο για να την αλλάξουν. Στοιχειώδης όμως παρακολούθηση των διεθνών εξελίξεων, δείχνει ότι οι σημερινές συνταγές έχουν ήδη επιβληθεί σε δεκάδες χώρες από το ΔΝΤ, στα πλαίσια των σχέσεων Βορρά-Νότου. Παντού όπου εφαρμόστηκαν, άφησαν βαθιές κοινωνικές και περιβαλλοντικές πληγές. Εκατομμύρια Ευρωπαίοι πολίτες διαδήλωναν γι’ αυτά πριν λίγα χρόνια, χιλιάδες άρθρα έχουν γραφτεί, η Παγκόσμια Χάρτα των Πράσινων ζητάει για το ΔΝΤ διάλυση ή ριζική μεταρρύθμισή του. Η εγχώρια όμως κεντροαριστερά, θεωρητικά το πιο κοσμοπολίτικο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τέτοια θέματα όσο ελληνοκεντρικότερα μπορεί.
Η ανασυγκρότηση και η ενότητα της κεντροαριστεράς αποτελεί ενδιαφέροντα και σεβαστό πολιτικό στόχο. Η Πολιτική Οικολογία είναι όμως κάτι διαφορετικό: σε όλη την Ευρώπη, οι προγραμματικές διαφορές σοσιαλιστών και Πράσινων είναι υπερεπαρκείς για να διατηρούν επί 35 χρόνια χωριστά κόμματα και χωριστές πολιτικές διαδρομές. Στην Ελλάδα οι διαφορές αυτές είναι σήμερα ακόμη μεγαλύτερες: σκεφτείτε μόνο την εκπαραθύρωση (της καλών προθέσεων και προσωπικής επιλογής του τότε πρωθυπουργού) Τ. Μπιρμπίλη, και την έκθεση του ευρωπαϊκού WWF που το 2012 έκρινε το ελληνικό Μνημόνιο ως το χειρότερο της Ευρώπης, περιβαλλοντικά.
Δε φταίει φυσικά η κεντροαριστερά για τα πάντα: στη Βουλή έχουμε σήμερα περισσότερα κόμματα από κάθε φορά, από κανένα όμως δεν εκπορεύεται αξιόπιστη κυβερνητική πρόταση. Ένας λόγος για το τόσο μεγάλο προγραμματικό χάσμα της ελληνικής κεντροαριστεράς με το πράσινο κίνημα, είναι πιθανόν ότι οι Οικολόγοι Πράσινοι δεν έχουν ακουστεί ακόμη στον δημόσιο διάλογο σε βαθμό που να δημιουργεί υπολογίσιμο πολιτικό κόστος και να επηρεάζει και την οπτική άλλων.
Ακριβώς γι’ αυτό, η ελληνική κεντροαριστερά χρειάζεται τους Οικολόγους Πράσινους: όχι όμως ως ένα ακόμη αποδέκτη σε εσωτερικά της προσκλητήρια, αλλά ως ισχυρό ανασυγκροτημένο ανταγωνιστή, και ως αντίπαλο που θα τη βοηθήσει «να ξαναβρεί την ψυχή της».
*Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος είναι στέλεχος των Οικολόγων Πράσινων.
*Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος είναι στέλεχος των Οικολόγων Πράσινων.