«Στην ταβέρνα του Γληγόρη του Μαλτέζου πιάνουνε ένα τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά. Κάθονται ακίνητοι, σαν συγκλητικοί, και αφοσιωμένοι. Δε βγάζουνε μιλιά, δεν παραγγέλνουνε τίποτα. Ο Γληγόρης φέρνει μόνος του το κατοσταράκι, βάζοντας απο πάνου το δάχτυλό του για να μη φαίνεται το … ύψος του κρασιού. Κάποιος απο την παρέα βγάζει απο την τσέπη του μια φούχτα στραγάλια ή πασατέμπο. Καμιά φορά μισή γαλέτα ή κανένα σπιτίσιο κουλούρι απο κριθαρένιο αλεύρι. Αυτός είναι ο μεζές. Έτσι μοναχά καταλαβαίνουνε την ουσία και το άρωμα του κρασιού, έτσι νιώθουνε να γλιστράει απο το λαρύγγι στο βάθος της ψυχής η παρθενιά του αμόλευτη.»
απόσπασμα -από τα Φιλολογικά Απομνημονεύματα του Βάρναλη ...
Καλοκαίρι του 21.