Οι Κυκλάδες, η Άνδρος και τα νερά
Τα νησιά των Κυκλάδων, εντάχθηκαν στο ελλαδικό μεταπολεμικό πρότυπο οικονομικής συσσώρευσης και δεν μπόρεσαν να χαράξουν μια ολοκληρωμένη μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή στρατηγική. Συνέπεια αυτής της κατάστασης ήταν η επικράτηση κριτηρίων βραχυπρόθεσμης οικονομικής μεγέθυνσης που με τη σειρά τους υπονόμευσαν την κοινωνικά ορθολογική και συνάμα αειφορική διαχείριση των νησιωτικών υδατικών πόρων.
Τα τελευταία χρόνια, τα κυκλαδίτικα νησιά, ακόμη κι’ αυτά που, όπως η Άνδρος, χαρακτηρίζονται ως προικισμένα σε υδατικό δυναμικό, αντιμετωπίζουν κρίσεις έλλειψης νερού, περιοδικά μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης.
Η συνεχώς αυξανόμενη και πολλές φορές υπερβάλλουσα εποχιακή ζήτηση, που δεν υπόκειται σε κανενός τύπου μηχανισμό κοινωνικής ρύθμισης, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια χαμηλή προσφορά σε πόσιμο νερό καθώς και σε νερό για αγροτικές και τουριστικές χρήσεις (βλ. σχήματα 1 και 2). Στις κρίσεις αυτές οι απαντήσεις που δίνονται είναι, ενίοτε, άμμετρα και ανώφελα δαπανηρές, όμως, συνήθως, αποσπασματικές και βραχύβιες. Παράλληλα, την ίδια αυτή περίοδο, λόγω της χωρίς σχεδιασμό μεγέθυνσης του τουριστικού τομέα, άρχισε να εκδηλώνεται σε σχέση με το νερό και ένας «νέου τύπου» κοινωνικο-οικονομικός ανταγωνισμός που δεν απορρέει μόνο από τους γνώριμους τοπικισμούς αλλά και από τις αντιπαρατιθέμενες χρήσεις του.
Ορισμένες υδροβόρες τουριστικές επιχειρήσεις, για να μην οδηγηθούν σε ανάσχεση των δραστηριοτήτων τους, όπως και ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες σπάταλων χρηστών, ασκούν ισχυρή πίεση στους άλλους χρήστες. Παρά το γεγονός ότι η ύδρευση έχει και νομοθετικά κατοχυρώσει την προτεραιότητά της στην κατανομή των διαθέσιμων υδατικών πόρων η τροφοδότηση των πληθυσμών με πόσιμο νερό είναι, κυρίως εποχιακά, ανεπαρκής. Τα περισσότερα υδραυλικά έργα που έγιναν με σκοπό την αγροτική ανάπτυξη έχουν κατά κάποιο τρόπο δεσμευθεί για αστικές και τουριστικές χρήσεις με αποτέλεσμα η έλλειψη νερού άρδευσης να συντείνει στην συρρίκνωση του αγροτικού τομέα και στη στρεβλή /μονομερή ανάπτυξη των νησιών.
Ας σημειωθεί, όμως, πως η υδροβόρος, πράγματι, ελληνική γεωργία δεν μπορεί να συσχετίζεται με
την όποια «σπατάλη» ποτιστικού νερού στις Κυκλάδες.
Το πρόβλημα προβλέπεται να ενταθεί στο άμεσο μέλλον καθώς καθορίζεται
α) από μη αντιστρεπτούς φυσικογεωγραφικούς παράγοντες όπως:
- Οι υδατοστεγείς γεωλογικοί σχηματισμοί δεν επιτρέπουν τη διαμόρφωση υπόγειων υδροφορέων ικανοποιητικής απόδοσης. Σημαντικό ποσοστό του κατεισδύοντος νερού απορρέει μέσω του υπεδάφους προς την θάλασσα
- Η μικρή έκταση των λεκανών απορροής, σε συνδυασμό με το έντονο ανάγλυφο, συνεπάγονται μικρούς χρόνους συρροής και απορροής προς την θάλασσα, δεν ευνοούν συνεπώς τον φυσικό εμπλουτισμό υπόγειων υδροφορέων (βλ. σχήμα 3)
- Τα χαμηλά ετήσια ύψοι βροχής καθορίζουν τόσο την επιφανειακή απορροή όσο και την κατείσδυση ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια ξηρών χρόνων και περιόδων.
- Τα περιθώρια άντλησης από τους παράκτιους κυρίως υδροφορείς είναι μικρά έως ελάχιστα καθώς αυτοί κινδυνεύουν –αν δεν την έχουν ήδη υποστεί- από υφαλμύρινση
β) από αυξητικούς για την ζήτηση νερού κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες όπως:
- Η σημαντική αύξηση του εποχιακού πληθυσμού, παραθεριστικού-δεύτερης κατοικίας και τουριστών, κατά 4-5 φορές στη θερινή περίοδο, οπότε επικρατούν και οι χειρότερες υδρολογικές συνθήκες.
- Τα μεγέθη του εποχιακού πληθυσμού ακολουθούν υψηλούς θετικούς ρυθμούς μεταβολής.
- Δεν έχει χαραχθεί πολιτική πρόληψης των επιπτώσεων από την αυξανόμενη ζήτηση νερού και δεν υλοποιείται κάποιο πρόγραμμα δημιουργίας φορέων που θα εγγυηθούν την παροχή ικανοποιητικών υπηρεσιών ύδρευσης /αποχέτευσης.
- Δεν υπάρχει ολοκληρωμένος σχεδιασμός ούτε σε νησιωτικό επίπεδο ούτε σε επίπεδο κυκλαδικού νησιωτικού συμπλέγματος. Το νομοθετικό πλαίσιο (Ν. 1739/87 κ.λ.π.) και οι ρυθμίσεις που περιέχονται σε αυτό δεν έχουν υλοποιηθεί, η δε κανονιστική απόφαση (54/24.5.2000) για τη διαχείριση του υδατικού δυναμικού των νησιών των Κυκλάδων (που περιλαμβάνει σειρά μέτρων και διατάξεων τα οποία αποσκοπούν στην ανάσχεση ή προσωρινή ρύθμιση σχετικών προβλημάτων) δεν υποστηρίζεται από επαρκή μέσα και ανθρώπινο δυναμικό.
- Πέραν των περιορισμένων δυνατοτήτων αύξησης της προσφοράς, η θεώρηση του προβλήματος δεν γίνεται από την σκοπιά της ρύθμισης και του ελέγχου της ζήτησης, που αποτελεί τον υποχρεωτικό κανόνα, με στόχο την ορθολογική και προπαντός αειφορική διαχείριση του υδατικού δυναμικού.
- Η ζήτηση εμφανίζεται μέχρι στιγμής ανελαστική, δηλαδή ανεξάρτητη από τη μεταβολή της τιμής του νερού, και δεν έχει παρατηρηθεί επίδραση (μείωση) στην κατανάλωσης λόγω της όποιας αύξησης της τιμής του.