Η ιχθυοκαλλιέργεια ως γνωστόν, κατηγορείται για βαρύ οικολογικό αποτύπωμα.
Όπως γράφει και ο Κώστας Παπακωνσταντίνου, Περιφερειακός Σύμβουλος της "Οικολογικής Δυτικής Ελλάδας" στο άρθρο του στις Οικοτριβές, το βαρύ αποτύπωμα των υδατοκαλλιεργειών:
"Θα ήταν παράτολμο, στις εποχές που ζούμε, να τεθούμε εναντίον μιας κερδοφόρας οικονομικής δραστηριότητας «με εξαγωγικό προσανατολισμό» όπως οι υδατοκαλλιέργειες. Ωστόσο, οι υδατοκαλλιέργειες (ειδικά στη Δυτική Ελλάδα) συνδέονται με προβληματικές καταστάσεις – υπεύθυνες και για τη σημερινή κρίση."
...και συνεχίζει:Χωροταξία για νομιμοποίηση της αυθαιρεσίας
Όλοι θα θέλαμε ένα χωροταξικό σχεδιασμό για να «βάλει τάξη», καθορίζοντας ειδικές περιοχές ανάπτυξης υδατοκαλλιεργειών και επισημαίνοντας τι πρέπει να διορθωθεί. Ωστόσο, το Χωροταξικό Σχέδιο για τις Υδατοκαλλιέργειες δεν φτιάχτηκε γι’ αυτό. Κατά γενική ομολογία, απλά επιχειρεί να προστατέψει ...
νομικά τις μονάδες από προσφυγές θιγόμενων κατοίκων. Δεν επιχειρεί βελτιώσεις – σαν να ήσαν όλα ιδανικά. Ο καθένας εξακολουθεί να μπορεί να εγκαταστήσει μονάδα όπου θέλει, «τακτοποιούνται» οι εκάστοτε αυθαιρεσίες και χωροθετούνται οι ήδη υφιστάμενες μονάδες.
Πώς να πάρουμε στα σοβαρά ένα χωροταξικό που δεν προτείνει απομάκρυνση των υδατοκαλλιεργειών από τον κλειστό Αμβρακικό Κόλπο, αποκρύπτοντας, μάλιστα, τα τεράστια προβλήματα; (Η σχετική μελέτη ισχυρίζεται ότι δεν έχει ερμηνευτεί το φαινόμενο των μαζικών θανάτων ψαριών στους κλωβούς, ενώ έχει αποδειχτεί ότι οφείλεται σε ανοξικές συνθήκες λόγω της επιβάρυνσης του Κόλπου με οργανικά υπολείμματα – άρα και από τις υδατοκαλλιέργειες.)Όσον αφορά στο Ιόνιο, η ακτή της Ακαρνανίας και το κλειστό αρχιπέλαγος (μια εκπληκτική περιοχή σε φυσική ομορφιά, οικολογική αξία και θαλάσσια ζωή – αλλά και με αδύναμη τοπική αντίσταση) ορίζεται ως Περιοχή Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ). Πρακτικά, δεν υπάρχει «οργάνωση» ούτε όριο σε εγκατάσταση μονάδων. Καμία υπηρεσία δεν έχει τη δυνατότητα (προσωπικό, ειδικότητες, χρόνο) να αξιολογήσει τις προτάσεις, ούτε υπάρχει μηχανισμός ελέγχου. Σε συνδυασμό με την «κάλυψη» για τους επενδυτές, ο καθένας κάνει ό,τι θέλει. Αυτό δεν είναι χωροταξία.
Οικονομία χωρίς κοινωνικό προσανατολισμό
Πολλοί ισχυρίζονται ότι η σημασία των υδατοκαλλιεργειών για την εθνική οικονομία είναι τόσο μεγάλη ώστε αξίζει να τις στηρίξουμε επιλεκτικά απέναντι στην ελεύθερη αλιεία, παραβλέποντας τα προβλήματα στο περιβάλλον. Ωστόσο, οι υδατοκαλλιέργειες είναι μια παραγωγική διαδικασία «έντασης κεφαλαίου», με κέρδη για λίγους – ενώ η παραδοσιακή αλιεία είναι «έντασης εργασίας», με σημαντικό κοινωνικό όφελος.
Για παράδειγμα, αν συγκρίνουμε την παραγωγή των υδατοκαλλιεργειών στη Δυτική Ελλάδα με αυτήν της παράκτιας αλιείας και την παραγωγή των λιμνοθαλασσών θα δούμε ένα συντριπτικό 20.000 – 1.300 – 1.200 τόνων αντίστοιχα υπέρ των υδατοκαλλιεργειών. Αν, όμως, αντί για την παραγωγή, λάβουμε ως κριτήριο τις θέσεις εργασίας που σχετίζονται με τις παραπάνω τρεις μορφές ιχθυοπαραγωγής, θα δούμε μια αισθητά διαφορετική εικόνα.
Στις υδατοκαλλιέργειες αντιστοιχεί περίπου μία θέση εργασίας ανά 20 τόνους – άρα περίπου 1.000 εργαζόμενοι στη δική μας περίπτωση. Στην παράκτια αλιεία, η αναλογία είναι 1:4, άρα πάνω από 300 εργαζόμενοι ενώ, στην πραγματικότητα, εκείνοι που «τρώνε ψωμί» είναι πολύ περισσότεροι αφού υπάρχουν σχεδόν 700 αλιευτικά σκάφη συν πολλοί αλιεργάτες στις λιμνοθάλασσες.
Δηλαδή, ενώ η παραγωγή των υδατοκαλλιεργειών προς την παράκτια αλιεία είναι 8:1, δεν υπάρχει αντίστοιχη υπεροχή σε θέσεις εργασίας. Αν, δε, συνυπολογίσουμε και τα προβλήματα που δημιουργούν σε άλλους κλάδους της οικονομίας, τότε οι υδατοκαλλιέργειες δεν δικαιολογούν την προνομιούχα θέση που κατέχουν αυτή τη στιγμή.
Αναπτυξιακοί μονόδρομοι για λίγους εις βάρος όλων των άλλων
Η στρατηγική της χώρας για τη νέα προγραμματική περίοδο 2014–2020 απαιτεί συνέργεια των διαφόρων τομέων και σχεδιασμό δράσεων με πολλαπλά οφέλη για την κοινωνία. Κάθε επένδυση θα πρέπει να συνδυάζεται με άλλες και όλες μαζί να οδηγούν σε ένα ισορροπημένο οικονομικό μοντέλο (στο οποίο επενδύει και η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας) ώστε να επιτυγχάνονται τα μέγιστα κοινωνικά οφέλη.
Αναπτυξιακοί μονόδρομοι για λίγους εις βάρος όλων των άλλων
Η στρατηγική της χώρας για τη νέα προγραμματική περίοδο 2014–2020 απαιτεί συνέργεια των διαφόρων τομέων και σχεδιασμό δράσεων με πολλαπλά οφέλη για την κοινωνία. Κάθε επένδυση θα πρέπει να συνδυάζεται με άλλες και όλες μαζί να οδηγούν σε ένα ισορροπημένο οικονομικό μοντέλο (στο οποίο επενδύει και η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας) ώστε να επιτυγχάνονται τα μέγιστα κοινωνικά οφέλη.
Άραγε, τι θέση έχουν οι υδατοκαλλιέργειες σε ένα τέτοιο σχεδιασμό; Με ποιες άλλες χρήσεις γης (και θάλασσας) συνδυάζονται οι χιλιάδες κλωβοί, τα βουνά με τις ιχθυοτροφές, οι συνθήκες εργοταξίου και η περιβαλλοντική επιβάρυνση μέσα σε παρθένες φυσικές περιοχές; Προφανώς με καμία.Οι υδατοκαλλιέργειες αντιμάχονται τις πολιτικές για τον τουρισμό, το περιβάλλον, τον πολιτισμό, την παράδοση, την κοινωνική συνοχή, σε αντίθεση με την «ταπεινή» παράκτια αλιεία και την αλιεία στις λιμνοθάλασσες, οι οποίες βρίσκονται στο επίκεντρο αυτών των πολιτικών. Τα παραδοσιακά αλιευτικά σκάφη, τα λιμανάκια, τα διβάρια, οι λιμνοθάλασσες, η παραδοσιακή κουζίνα, η αλιευτική παράδοση αποτελούν βασικά δομικά στοιχεία του κοινωνικού ιστού.
Γιατί, λοιπόν, να μην ενισχύσουμε αυτούς τους τομείς (π.χ. με γενναία μέτρα αναβάθμισης του αλιευτικού πλούτου) στηρίζοντας το εισόδημα και την ποιότητα ζωής των κατοίκων και θριαμβολογούμε για το «δυναμικό» κλάδο της υδατοκαλλιέργειας που ευνοεί ελάχιστους και φέρνει αντίθετους όλους τους υπόλοιπους;
Ανάπτυξη με βαρύ οικολογικό αποτύπωμα
Τα προβλήματα επιβάρυνσης του περιβάλλοντος από τις υδατοκαλλιέργειες εξαρτώνται από τις τοπικές συνθήκες και τη συσσώρευση των μονάδων. Σε κλειστούς θαλάσσιους χώρους η οργανική ρύπανση είναι σοβαρή. Ειδικά στον κλειστό Αμβρακικό Κόλπο είναι απαράδεκτο να διατηρούνται υδατοκαλλιέργειες. Όσο για τη συσσώρευση, ποιος να την ελέγξει; Κάθε μονάδα αδειοδοτείται χωριστά, παρουσιάζοντας μελέτες σαν να ήταν μόνη της στη θάλασσα. Ποιος θα ελέγξει αν στο τέλος, οι μονάδες που αδειοδοτήθηκαν μία προς μία, θα συνθέσουν ένα τεράστιο πρόβλημα; Δυστυχώς δεν υπάρχει κανείς.
Με την ευκαιρία πρέπει να αναφέρουμε δύο περιβαλλοντικές παραμέτρους που παραβλέπονται: η χωροθέτηση μονάδων ιχθυοκαλλιέργειας εντός προστατευόμενων περιοχών και ευαίσθητων οικοσυστημάτων (όπως στις Εχινάδες) δημιουργούν μια σειρά από σοβαρά δευτερογενή προβλήματα. Η καταδίωξη σπανίων ειδών που προσελκύονται από τα ψάρια (φώκιες, ερωδιοί, πελεκάνοι), η σοβαρή όχληση από τις εγκαταστάσεις και το φωτισμό, η διατάραξη φυσικών πληθυσμών μέσω των υπολειμμάτων τροφής αποτελούν κρίσιμα ζητήματα αλλά καμία Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ακόμη και μέσα σε Εθνικό Πάρκο) δεν ασχολείται με αυτά.
Τέλος, δεν ισχύει το επιχείρημα ότι αναπτύσσοντας τις υδατοκαλλιέργειες σώζουμε πληθυσμούς άγριων ψαριών από την υπεραλίευση. Η βάση της ιχθυοτροφής με την οποία ταΐζονται τα έγκλειστα ψάρια είναι ψάρια που αλιεύονται στη φύση. Στην περίπτωση του σολομού απαιτούνται 4 τόνοι άγριων ψαριών για να παραχθεί ένας τόνος ψαριών σε κλωβούς. Για την τσιπούρα και το λαβράκι τα ποσοστά είναι παρόμοια όσο κι αν η έρευνα βελτιώνει την απόδοση.
Συμπέρασμα; Προφανώς η λύση είναι η στροφή στην βιολογική ιχθυοκαλλιέργεια. Όμως για να φτάσουμε εκεί χρειάζεται να διασωθούν οι υπάρχουσες συμβατικές καλλιέργειες που έχουν να παρουσιάσουν μεγάλη εξαγωγική δύναμη, πρωτοπόρες εφαρμογές και καινοτόμες ιδέες μέσα από δική τους έρευνα με δική τους χρηματοδότηση και ρίσκο, αφού ως γνωστόν η μετάβαση σε μαζική κλίμακα μιας οικονομίας σε "πράσινη ανάπτυξη" γίνεται με χρηματοδότηση από τα έσοδα, τα κέρδη και τους φόρους του "βρώμικου" μέρους της. Επειδή η αρχή είναι συνήθως επιδοτούμενη λόγω μη ανταγωνιστικών τιμών των προϊόντων στη φάση μικρής παραγωγής. Και επιδότηση από κρατική επενδυτική πολιτική ή τράπεζα δεν υπάρχει... Κι όπως εξηγεί και το επόμενο σχετικό άρθρο, είναι ευκολότερο να μεταβείς από μια ανθούσα συμβατική ιχθυοκαλλιέργεια σταδιακά στην ποιοτική βιολογική καλλιέργεια, παρά να ξεκινήσεις από το μηδέν, αφού "Οι βιολογικές ιχυθοκαλλιέργειες είναι αρκετά δαπανηρές και δεν αφήνουν κέρδος", πόσο μάλλον σε συνθήκες κρίσης σαν τις σημερινές:
Ανάπτυξη με βαρύ οικολογικό αποτύπωμα
Τα προβλήματα επιβάρυνσης του περιβάλλοντος από τις υδατοκαλλιέργειες εξαρτώνται από τις τοπικές συνθήκες και τη συσσώρευση των μονάδων. Σε κλειστούς θαλάσσιους χώρους η οργανική ρύπανση είναι σοβαρή. Ειδικά στον κλειστό Αμβρακικό Κόλπο είναι απαράδεκτο να διατηρούνται υδατοκαλλιέργειες. Όσο για τη συσσώρευση, ποιος να την ελέγξει; Κάθε μονάδα αδειοδοτείται χωριστά, παρουσιάζοντας μελέτες σαν να ήταν μόνη της στη θάλασσα. Ποιος θα ελέγξει αν στο τέλος, οι μονάδες που αδειοδοτήθηκαν μία προς μία, θα συνθέσουν ένα τεράστιο πρόβλημα; Δυστυχώς δεν υπάρχει κανείς.
Με την ευκαιρία πρέπει να αναφέρουμε δύο περιβαλλοντικές παραμέτρους που παραβλέπονται: η χωροθέτηση μονάδων ιχθυοκαλλιέργειας εντός προστατευόμενων περιοχών και ευαίσθητων οικοσυστημάτων (όπως στις Εχινάδες) δημιουργούν μια σειρά από σοβαρά δευτερογενή προβλήματα. Η καταδίωξη σπανίων ειδών που προσελκύονται από τα ψάρια (φώκιες, ερωδιοί, πελεκάνοι), η σοβαρή όχληση από τις εγκαταστάσεις και το φωτισμό, η διατάραξη φυσικών πληθυσμών μέσω των υπολειμμάτων τροφής αποτελούν κρίσιμα ζητήματα αλλά καμία Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ακόμη και μέσα σε Εθνικό Πάρκο) δεν ασχολείται με αυτά.
Τέλος, δεν ισχύει το επιχείρημα ότι αναπτύσσοντας τις υδατοκαλλιέργειες σώζουμε πληθυσμούς άγριων ψαριών από την υπεραλίευση. Η βάση της ιχθυοτροφής με την οποία ταΐζονται τα έγκλειστα ψάρια είναι ψάρια που αλιεύονται στη φύση. Στην περίπτωση του σολομού απαιτούνται 4 τόνοι άγριων ψαριών για να παραχθεί ένας τόνος ψαριών σε κλωβούς. Για την τσιπούρα και το λαβράκι τα ποσοστά είναι παρόμοια όσο κι αν η έρευνα βελτιώνει την απόδοση.
Δεν χρειάζεται να «πολεμήσουμε» τις υδατοκαλλιέργειες. Πρέπει όμως να τις κατεβάσουμε από το υψηλό βάθρο «ασυλίας» στο οποίο βρίσκονται. Ας τις αντιμετωπίσουμε ως αυτό που είναι: επενδύσεις με σημαντικά παράπλευρα προβλήματα.
Συμπέρασμα; Προφανώς η λύση είναι η στροφή στην βιολογική ιχθυοκαλλιέργεια. Όμως για να φτάσουμε εκεί χρειάζεται να διασωθούν οι υπάρχουσες συμβατικές καλλιέργειες που έχουν να παρουσιάσουν μεγάλη εξαγωγική δύναμη, πρωτοπόρες εφαρμογές και καινοτόμες ιδέες μέσα από δική τους έρευνα με δική τους χρηματοδότηση και ρίσκο, αφού ως γνωστόν η μετάβαση σε μαζική κλίμακα μιας οικονομίας σε "πράσινη ανάπτυξη" γίνεται με χρηματοδότηση από τα έσοδα, τα κέρδη και τους φόρους του "βρώμικου" μέρους της. Επειδή η αρχή είναι συνήθως επιδοτούμενη λόγω μη ανταγωνιστικών τιμών των προϊόντων στη φάση μικρής παραγωγής. Και επιδότηση από κρατική επενδυτική πολιτική ή τράπεζα δεν υπάρχει... Κι όπως εξηγεί και το επόμενο σχετικό άρθρο, είναι ευκολότερο να μεταβείς από μια ανθούσα συμβατική ιχθυοκαλλιέργεια σταδιακά στην ποιοτική βιολογική καλλιέργεια, παρά να ξεκινήσεις από το μηδέν, αφού "Οι βιολογικές ιχυθοκαλλιέργειες είναι αρκετά δαπανηρές και δεν αφήνουν κέρδος", πόσο μάλλον σε συνθήκες κρίσης σαν τις σημερινές:
Συντάκτης: Άκης Αδαμόπουλος, 24/11/2012
Εκτός από αγαπημένη γευστικά τροφή, το ψάρι χαρακτηρίζεται από την υψηλή διατροφική αξία του. Αν και δεν βρίσκεται συχνά, λόγω υψηλής τιμής, στο μέσο ελληνικό τραπέζι, το ψάρι παραμένει από τις πιο χαρακτηριστικές τροφές του τόπου μας. Με περιορισμένες πλέον τις ποσότητες στις ανοιχτές θάλασσες, η τεχνολογία μας επιτρέπει να το καταναλώνουμε όσο το δυνατό πλησιέστερα στην αγνή του μορφή. Στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται τα λίγα τελευταία χρόνια ιχθυοκαλλιέργειες που εκτρέφουν βιολογικά ψάρια (κυρίως τσιπούρες και λαβράκια).
Οι μονάδες αυτές είναι οι «Ιχθυοκαλλιέργειες Κεφαλληνίας», το «Γαλαξίδι Θαλάσσιες Καλλιέργειες» και οι «Ελληνικές Ιχθυοκαλλιέργειες Α.Β.Ε.Ε.». Το flowmagazine.grμιλάει με τον κ. Θανάση Φρέντζο, ιχθυολόγο και διευθυντή των Ιχθυοτροφείων Κεφαλονιάς και τον κ. Παναγιώτη Χλαπάνα, υπεύθυνο βιολογικών καλλιεργειών της εταιρείας «Γαλαξίδι Θαλάσσιες Καλλιέργειες» για τα πλεονεκτήματα και τις μεθόδους βιολογικής ιχθυοκαλλιέργειας.
Τα βιολογικά ψάρια παρουσιάζουν αρκετές διαφορές στην παραγωγή τους σε σχέση με τις συμβατικές ιχθυοκαλλιέργειες. Συγκεκριμένα, «Έχουν τριπλή διαφορά», υποστηρίζει ο κ. Φρέντζος. Αυτή η τριπλή διαφορά παρατηρείται στην τροφή των ψαριών, στο χώρο που εκτρέφονται και στη χρήση χημικών. Αναλυτικά, τα βιολογικά ψάρια τρέφονται με 100% πιστοποιημένα βιολογική τροφή. Συνήθως το μεγαλύτερο μέρος της ιχθυοτροφής, αποτελείται από ιχθυάλευρα, που προέρχονται από προϊόντα τα οποία απομένουν από την αλιεία. Η τροφή αυτή περιέχει υδατάνθρακες, κυρίως από μηδική (τριφύλλι), βιταμίνες, κάποια ανόργανα συστατικά, ανόργανα άλατα και ουσίες που βοηθούν στην τελική μορφή της τροφής.
Σε ότι αφορά το χώρο που εκτρέφονται και διαμένουν τα ψάρια, αυτός πρέπει να πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Αρχικά, το νερό οφείλει να είναι άριστης ποιότητας, χωρίς την παρουσία χημικών ή άλλων ουσιών. Σε δεύτερη φάση, η πυκνότητα των ψαριών στο νερό να είναι μικρή. Ο κ. Χλαπάνας, τονίζει στο flowmagazine.gr: «Η νομοθετημένη περιεκτικότητα δεν ξεπερνά τα 15 κιλά/κυβ.μέτρο νερού. Εμείς προσπαθούμε να μην ξεπερνάμε τα 10 κιλά».
Από την πλευρά των χημικών, είναι γενικά απαγορευμένα για τις βιολογικές ιχθυοκαλλιέργειες. Τα αντιβιοτικά δεν επιτρέπονται, σε αντίθεση με τους εμβολιασμούς (με «εμβάπτιση» ή «λουτρό») για ενδημικές ασθένειες, που μπορεί να υπάρχουν σε κάθε χώρα. «Τα δίχτυα για τη συλλογή τους, είναι άβαφα, χωρίς το παραμικρό ίχνος υφαλοχρώματος», υποστηρίζουν και οι δύο βιολογικοί ιχθυοκαλλιεργητές.
Σε ότι αφορά την ποιότητα των βιολογικών ψαριών ως τροφή, οι απόψεις των δύο αντρών συμπίπτουν για άλλη μια φορά. Στη θρεπτική τους αξία, σύμφωνα με την ανάλυση λιπαρών και πρωτεϊνών, δεν παρουσιάζεται η παραμικρή διαφορά σε σχέση με τα συμβατικά ψάρια. Αντίθετα γευστικά, τα αποφορτισμένα από γενετικά τροποποιημένες ουσίες ψάρια, είναι σαφώς νοστιμότερα από τα συμβατικά.
Στη χώρα μας όταν πρωτοξεκίνησαν τα βήματα για τα βιολογικά ψάρια (2006-2007), δεν υπήρχε νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που να πιστοποιεί την αξιοπιστία τους. Όπως μας ενημερώνει ο κ. Χλαπάνας, «Το 2007 δεν ήταν σε ισχύ ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός, που ισχύει τώρα, όμως κινηθήκαμε στα πρώτα μας βήματα σύμφωνα με τον κανονισμό της Naturland». Πρόκειται για ελεγκτικό οργανισμό της Ελβετίας, αρκετά αυστηρό για πιστοποίηση βιολογικών προϊόντων. Αντίθετα πλέον όλες οι μονάδες βιολογικής ιχθυοκαλλιέργειας στη χώρα μαςφέρουν πιστοποίηση από τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό. Ο κ. Χλαπάνας δεν παραλείπει να αναφερθεί στην ανοδική πορεία που σημειώνουν τα βιολογικά ψάρια χρόνο με το χρόνο συγκριτικά με άλλα βιολογικά προϊόντα.
Σε ότι αφορά την τελική τιμή για τον καταναλωτή, όπως σε όλα τα βιολογικά προϊόντα, έτσι και στα βιολογικά ψάρια, υπάρχει διαφορά. Η διαφορά αυτή ωστόσο, δεν είναι σταθερή καθώς υπάρχουν αυξομειώσεις στις τιμές του εμπορίου. Κατά μέσο όρο η διαφορά συμβατικών και βιολογικών ψαριών κυμαίνεται στο 40%.
Από την πλευρά του ο Παναγιώτης Χλαπάνας υποστηρίζει πως ο κόσμος πρέπει να εμπιστευθεί οτιδήποτε είναι πιο κοντά στο πραγματικό και το φυσικό και προσθέτει: «Οι βιολογικές ιχυθοκαλλιέργειες είναι αρκετά δαπανηρές και δεν αφήνουν κέρδος. Για το λόγο αυτό προσπαθούμε για το καλύτερο δυνατό για την ποιότητα»