γράφει Νίκος Σαραντάκος "ΟΙ ΩΔΕΣ ΤΟΥ ΠΙΝΔΑΡΟΥ"
σικλυτὸς Αἴγινα· σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ
Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ
Δωριεὺς ἐλθὼν στρατός
ἐκτίσσατο· τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται
οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν
ξείνων ὑπερβαίνοντες· οἷοι δ΄ ἀρετάν
δελφῖνες ἐν πόντῳ͵ ταμίαι τε σοφοί
Μουσᾶν ἀγωνίων τ΄ ἀέθλων.
μετ.Του Αιακού δοξαστό είναι τ' όνομα· δοξασμένη κι η
καραβοξάκουστη Αίγινα· με των Θεών καλοτύχη
δωριέας σαν ήρθε του Ύλλου και του Αιγιμίου λαός
την κατοίκησε· και κυβερνιούνται υπακούοντας τους κανόνες
μην πατώντας τη θεία τάξη και τα δίκια των ξένων κρατώντας.
Παραβγαίνουνε των δελφινιών στο πέλαγο και γνωστικά
των Μουσών τα χαρίσματα και των αγώνων τ' αθλήματα
αυτοί κυβερνούνε.
Το απόσπασμα αυτό, από την εισαγωγή του χαμένου 9ου Ισθμιόνικου, συνοψίζει πολύ καλά τα όσα αισθανόταν ο Πίνδαρος για την Αίγινα, που πολλοί την είπαν δεύτερη πατρίδα του. Ο Πίνδαρος, κατά τους περισσότερους ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής της αρχαιότητας, γεννήθηκε το 516 στις Κυνός Κεφαλές, μια κωμόπολη έξω από τη Θήβα, και πέθανε περί το 438. Οι ημερομηνίες αυτές προκύπτουν χωρίς απόλυτη βεβαιότητα από διάφορους συσχετισμούς που βρίσκουμε στα ποιήματά του και σε αρχαίες βιογραφίες του. Το πρώτο σωζόμενο έργο του χρονολογείται στα 498 και το τελευταίο στα 446, επομένως το κεντρικό γεγονός της πενηντάχρονης σταδιοδρομίας του ήταν αναμφίβολα οι Περσικοί πόλεμοι.