eco2
Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.                                                                                  Γιώργος Σεφέρης
Στις 7 έως 9 Δεκεμβρίου θα πραγματοποιηθεί το τακτικό συνέδριο των Οικολόγων Πράσινων, στη Λαμία, σε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία για τη χώρα και για τους πολίτες. Η βαθιά κρίση στην οποία έχει μπει η ελληνική κοινωνία έχει οδηγήσει σε ριζικές ανακατατάξεις στο πολιτικό σκηνικό, διαδικασία που προβλέπεται να συνεχιστεί και στο επόμενο διάστημα. Σε κρίση όμως βρίσκεται και το κόμμα των Οικολόγων Πράσινων, μετά τα αποτελέσματα των εκλογών του Μαΐου και του Ιουνίου. Διαμορφώνεται μια κατάσταση όπου πρέπει να συμβάλλουμε στην ανόρθωση της χώρας μας, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να πετύχουμε ένα νέο ξεκίνημα για το κόμμα μας.
Στην προσπάθεια για ένα νέο ξεκίνημα των ΟΠ μπορούμε να οικοδομήσουμε μια ολοκληρωμένη πρόταση, με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
Οικολογική οπτική. Να κάνουμε συγκεκριμένες προτάσεις στην κατεύθυνση του αναγκαίας πλέον αλλαγής πολιτισμικού παραδείγματος, πέραν του καταστροφικού μοντέλου της «ανάπτυξης», στη σφαίρα του παραδείγματος της αποανάπτυξης και της βιοπεριφερειακότητας, με βάση την φέρουσα ικανότητα και την οικολογική ταυτότητα κάθε τόπου. Προτάσεις βάσει μιας οικονομίας κλίμακας, του μέτρου, της εγγύτητας, της εξοικονόμησης και της ανάκτησης, σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, από εκείνους της ενέργειας και της βιοκαλλιέργειας έως εκείνους των μεταφορών και της χωροταξίας.
Αποκέντρωση και τοπικοποίηση, σε όλους τους τομείς, με αλλαγές και προσαρμογές του παραγωγικού και καταναλωτικού μοντέλου. Με εξασφάλιση και ενίσχυση της τοπικής και με οικολογικό τρόπο παραγωγής. Με ενθάρρυνση της μετακίνησης νέων προς την περιφέρεια, με αξιοποίηση της κατάλληλης τεχνολογίας και καινοτομίας στην παραγωγή, αλλά και μέσω της «κατανάλωσης εγγύτητας», με  παρεμβατικά μέτρα όπως η φορολογική επιβάρυνση των προϊόντων που διανύουν μεγάλες αποστάσεις προς τον καταναλωτή.
 Περιβάλλον. Να εντείνουμε τις προσπάθειές μας για την προστασία του αστικού και του μη αστικού περιβάλλοντος. Για την ανακύκλωση των απορριμμάτων, τη διαλογή τους στην πηγή και την υιοθέτηση μοντέλων διάχυτης παραγωγής βιοαερίου, ηλεκτρικού ρεύματος και κομπόστ. Να αντισταθούμε στις λογικές εμπορικής εκμετάλλευσης, χωρίς περιβαλλοντικά κριτήρια. Να αναβαθμίσουμε τον αγώνα για την προστασία των δασών και των θαλάσσιων οικοσυστημάτων. Να αντισταθούμε σθεναρά στην υποβάθμιση που απειλεί το περιβάλλον με πρόσχημα την οικονομική κρίση.
Ευαισθητοποίηση. Γιατί η προστασία των πεζών, των ζώων, των ομάδων πολιτών που χρήζουν ιδιαίτερης συμπαράστασης, των μεταναστών, αλλά και των πολιτών εκείνων που απειλείται η ασφάλειά τους από την εγκληματικότητα, είναι ο πυλώνας για τις κοινωνικές μας παρεμβάσεις και την οικολογική μας αντίληψη.
Αξιοπρέπεια. Στον αγώνα μας εναντίον των μέτρων λιτότητας,
της προστασίας των λαϊκών αιτημάτων για μια δικαιότερη φορολογική αντισταθμιστική πολιτική, που «ο μπαμπούλας» του φόρου, να μετατραπεί σε κοινωνικό εργαλείο, για την αποκατάσταση των αδικιών, σε βάρος των ανθρώπων και του περιβάλλοντος.
Αισιοδοξία. Να ξεπεραστεί η γενικευμένη «εθνική μας κατάθλιψη» και η παθητικότητα που απορρέει από αυτήν, μέσα από θετικές δράσεις αλληλεγγύης αλλά και πρωτοβουλίες για εργασία, επιχειρηματικότητα, δημιουργία.
Θεσμοί και άμεση Δημοκρατία. Ζητάμε θεσμούς που εδραιώνουν την περιεκτική δημοκρατία, την συμμετοχή και την ενίσχυση της αποκέντρωσης και της περιφερειακότητας. Θέλουμε αλλαγές που θα εμβαθύνουν και θα διευρύνουν τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας: απλή αναλογική, δημοψηφίσματα, διάκριση εξουσιών, ανακλητότητα, μη συσσώρευση αιρετών θέσεων, περιορισμός αιρετών θητειών. Παράλληλα με όλα αυτά, μια εκ βάθρων αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα.
Προτάσεις για την Οικονομία. Ο οικολογικός χώρος έχει κάνει τα προηγούμενα χρόνια μια τεράστια δουλειά, η οποία μένει σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητη και σε κάποιο βαθμό ανολοκλήρωτη. Να διαμορφώσουμε εξειδικευμένες προτάσεις και θέσεις στη λογική της αποανάπτυξης. Για μία οικονομία κλίμακας. Για το σκληρό νόμισμα και τις προοπτικές του. Για εναλλακτικά μας σχέδια, στη βάση της διεύρυνσης του διεθνισμού και της εμπορικής συνεργασίας, για τη δική μας (εγχώρια) παραγωγή. Για το τι σημαίνει και πως υλοποιείται ο συνεργατικός προϋπολογισμός.
Η Ελλάδα σε κρίση
 Η κρίση στην Ελλάδα μπορεί να γίνει κατανοητή μόνον ως μια πτυχή της ευρωπαϊκής κρίσης. Η Ενωμένη Ευρώπη υποτίθεται θα ήταν ένα εργαλείο αναδιανομής του πλούτου, για έναν κόσμο (όχι σοσιαλιστικό) κατά της ανισότητας που θα έθετε όρια και θα διαχειρίζονταν προς όφελός του τις αγορές. Η προοπτική αυτή ακυρώθηκε όταν επικράτησε η διεθνοποίηση του κεφαλαίου και ο λεγόμενος «τούρμπο καπιταλισμός». Η συνθήκη του Μάαστριχτ επιτάχυνε τις εμπορικές ροές, περιθωριοποίησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και παγίδευσε τα εθνικά νομοθετικά σώματα, ενώ όλα σχεδόν τα κράτη – μέλη της ΕΕ παρέβησαν τους κανόνες, τους οποίους τα ίδια είχαν υιοθετήσει. Παράλληλα η πραγματική εξουσία διολίσθησε εκτός ΕΕ, στους τραπεζίτες και τους οίκους αξιολόγησης. Ως αποτέλεσμα το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα ευημερεί, αλλά όχι και οι ευρωπαϊκοί λαοί, οι οποίοι βιώνουν ο ένας μετά τον άλλον τις συνέπειες μιας πρωτοφανούς κρίσης που προκλήθηκε από επιλογές που έγιναν ουσιαστικά ερήμην τους και εις βάρος τους.
 Η ΕΕ εκτίμησε λάθος τις διαστάσεις και το βάθος της κρίσης. Ακολουθεί εδώ και χρόνια μη βιώσιμες κατευθύνσεις, υπηρετώντας περισσότερο τα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και όχι εκείνα των πολιτών. Δεν αναζήτησε κανένα σχέδιο οικονομικής ανασυγκρότησης και βιώσιμης ευημερίας πέρα από την πολιτική λιτότητας, όπως εκφράζεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας. Μια πολιτική που ωθεί τους λαούς της Ευρώπης, άλλους γρηγορότερα και άλλους αργότερα, σε φτώχεια και εξαθλίωση, καθώς καταργούνται κοινωνικές κατακτήσεις δεκαετιών, αποσαρθρώνεται η κοινωνική συνοχή και καταστρέφεται το περιβάλλον. Η προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης χρέους όπως έχει εφαρμοστεί μέχρι σήμερα στις χώρες του νότου (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλλία), δεν είναι το εργαλείο ανάκαμψης της κοινωνικής, οικονομικής και περιβαλλοντικής κρίσης, αλλά εργαλείο διάλυσης του κοινωνικού κράτους και ιδιωτικοποίησης των δημόσιων συλλογικών αγαθών και των φυσικών πόρων.
 Για τις ειδικότερες αιτίες της ελληνικής κρίσης υπάρχουν πολλές και αντικρουόμενες ερμηνείες, ορισμένες από τις οποίες καταλήγουν συμπερασματικά στην απόρριψη ολόκληρης της Μεταπολίτευσης, καθώς αποκλείουν από τα αίτια της ελληνικής κρίσης τις διεθνείς επιδράσεις, που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Αν όμως δούμε τη Μεταπολίτευση συνολικά, αβίαστα θα διαπιστώσουμε ότι παρά τις σοβαρές αντιφάσεις και τις στρεβλώσεις που καλλιεργήθηκαν στη διάρκειά της, ήταν συνολικά θετική για τον ελληνικό λαό και τη χώρα: η Ελλάδα ολοκλήρωσε τη μετάβασή της σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία ευρωπαϊκού τύπου, εντάχτηκε στην ΕΕ (τότε ΕΟΚ), έκανε σημαντικά βήματα για τη δημιουργία κοινωνικού κράτους. Σήμερα, εξαιτίας της κρίσης, επικρατεί η τάση όλα αυτά να μηδενίζονται και να απαξιώνονται και, το σημαντικότερο, να χρησιμοποιείται η κρίση ως ευκαιρία για ξήλωμα μεγάλων, ιστορικών κατακτήσεων, όπως του Εθνικού Συστήματος Υγείας ή της δημόσιας εκπαίδευσης. Αντί να εντοπίζονται τα υπαρκτά θέματα, όπως η διαφθορά των εξουσιών και η διάχυση ή η σιωπηλή αποδοχή της από τη ελληνική κοινωνία, η οποία οδήγησε σε πολλά επιμέρους αρνητικά φαινόμενα, όπως το φακελάκι, η καταστροφή του αστικού και μη αστικού περιβάλλοντος, τα προβλήματα στην απονομή της Δικαιοσύνης, η αναποτελεσματικότητα του δημοσίου, το άδικο φορολογικό σύστημα, η διαχρονικά καταστροφική αγροτική και διατροφική πολιτική, η ασυδοσία των αγορών εις βάρος του καταναλωτή, η κατασπατάληση των ευρωπαϊκών και ελληνικών οικονομικών πόρων  κλπ, η προσπάθεια των κυβερνώντων επικεντρώνεται περισσότερο στην ακύρωση των θετικών κεκτημένων για την ελληνική κοινωνία (εργασιακές σχέσεις, βιοτικό επίπεδο, κοινωνική ασφάλιση, πρόνοια, εκπαίδευση, υπηρεσίες υγείας κλπ). Αυτό είναι αναμενόμενο, γιατί η πολιτική ελίτ είναι οργανικό και αναπόσπαστο μέρος των εσωτερικών αιτίων που προκάλεσαν την κρίση. Επιπλέον, είναι ανίκανη να δει την έξοδο από την κρίση με τρόπο μη κομματικό. Η πολιτική ελίτ στην Ελλάδα δεν θέλει και δεν μπορεί να αναλάβει τις ευθύνες της.
 Η κατάληξη των μακρόσυρτων διαπραγματεύσεων για το 3ο Μνημόνιο (τέλος Νοεμβρίου 2012) οδηγεί την Ελλάδα και την ελληνική κοινωνία ακόμα πιο βαθιά στο αδιέξοδο μιας κρίσης χωρίς προοπτική ανάκαμψης. Δεν μπορεί να περιμένει κανείς ότι θα πετύχει θετικά αποτελέσματα η μεγαλύτερη δόση μιας συνταγής που ήδη εφαρμόστηκε με τα Μνημόνια Ι και ΙΙ και απέτυχε παταγωδώς, όπως παραδέχονται και οι εμπνευστές-αρχιτέκτονες των μνημονίων. Αντίθετα, τα αποτελέσματα προδιαγράφονται ολέθρια για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, αλλά και για την ίδια την ανεξαρτησία της χώρας και τους δημοκρατικούς της θεσμούς. Τα σκληρά δημοσιονομικά μέτρα που ψηφίστηκαν προκαλούν ακόμα μεγαλύτερη ύφεση και ανεργία, αλλά και δραματική υποβάθμιση σε ζωτικούς τομείς, όπως οι υπηρεσίες υγείας, η εκπαίδευση και το περιβάλλον. Από την άλλη πλευρά, δημιουργούνται τεράστια ελλείμματα στη δημοκρατική λειτουργία, αφού απαιτείται, για την επιβολή των μέτρων, μια όλο και πιο αυταρχική διακυβέρνηση. Ως επακόλουθο, θα συνεχιστεί και θα ενταθεί ο ρυθμός της αποσταθεροποίησης του πολιτικού σκηνικού, που εγκαινιάστηκε με την κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου και συνεχίστηκε με την κατάρρευση της υβριδικής κυβέρνησης Παπαδήμου.
 Η αναμενόμενη κατάρρευση της κυβέρνησης Σαμαρά θα δημιουργήσει νέα δεδομένα καθώς αυτή, με επίκεντρο το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, είναι η τελευταία εφεδρεία του χρεωκοπημένου πολιτικού συστήματος. Στη συνέχεια, πολλές εκδοχές είναι πιθανές, από μια αυταρχική εκτροπή έως μια κυβέρνηση της αριστεράς, πέραν της σοσιαλδημοκρατίας, για πρώτη φορά μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο στην Ευρώπη, με την εξαίρεση της Κύπρου.
 Για την πιθανότητα μιας αυταρχικής εκτροπής, που θα επαναφέρει πολιτικά τη χώρα μας πολλές δεκαετίες πίσω, δεν γίνεται πολύς λόγος, αλλά θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για να αντιμετωπίσουμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Από την άλλη, η αριστερά ενδέχεται να αναλάβει τη διακυβέρνηση χωρίς να διαθέτει μια πειστική αφήγηση διεξόδου από την κρίση και ανόρθωσης της χώρας. Βέβαια η ίδια απουσία σχεδίου χαρακτηρίζει και την κυβέρνηση Σαμαρά, όπως και τις προηγούμενες.
Η απουσία ενός επεξεργασμένου και πειστικού σχεδίου για διέξοδο από την κρίση, για ανόρθωση της οικονομίας είναι χαρακτηριστική της εσκεμμένης συλλογικής αδυναμίας του εγχώριου πολιτικού συστήματος να επεξεργαστεί και να προτείνει λύση. Δεν υπάρχει κάποιο συμφωνημένο σχέδιο δράσης για το τι πρέπει να κάνουμε σαν χώρα, για το ποιες είναι οι προτεραιότητες, και ποιοι οι στόχοι μας. Όλα αρχίζουν και τελειώνουν για την κυβέρνηση με την αποδοχή των απαιτήσεων της τρόικας, σε μια κατεύθυνση που ήδη έχει αποδειχτεί παγκόσμια αδιέξοδη.
Από την άλλη, έχει γίνει φανερή πλέον και η αδυναμία της ΕΕ, του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας (που συναποτελούν την Τρόικα) να συμφωνήσουν μεταξύ τους σε ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα για την Ελλάδα. Ως επακόλουθο, η χώρα μας υφίσταται τις συνέπειες μιας αδιέξοδης πολιτικής που δεν είναι παρά το αποτέλεσμα μιας ατέρμονης σειράς συμβιβασμών ανάμεσα σε αντιδιαμετρικά και αντικρουόμενα συμφέροντα και η οποία δεν οδηγεί σε έξοδο από την κρίση, αλλά σε όξυνσή της.
 Πολιτικές εξελίξεις και πολιτικές δυνάμεις
 Από το ξέσπασμα της κρίσης και μετά παρατηρούμε μια συνεχή πολιτική χρεοκοπία της πολιτικής ελίτ στη χώρα μας. Έχουν ήδη καταρρεύσει δυο κυβερνήσεις (Παπανδρέου και Παπαδήμου) ενώ και η προηγούμενη κυβέρνηση Καραμανλή οδηγήθηκε σε μια πρόωρη και συντριπτική εκλογική ήττα ακριβώς εξαιτίας της κρίσης, η οποία δεν είχε ξεσπάσει ακόμα, αλλά διαφαίνονταν και δρομολογούσε εξελίξεις.
 Πρέπει να τονίσουμε την απίστευτη ανευθυνότητα με την οποία προσπάθησαν να διαχειριστούν την κρίση οι κυβερνήσεις Καραμανλή (ΝΔ) και Παπανδρέου (ΠΑΣΟΚ). Μια ανευθυνότητα την οποία επιβεβαίωσε ο επόμενος αρχηγός της ΝΔ και σημερινός πρωθυπουργός, ο οποίος μεταστράφηκε από πολέμιο των Μνημονίων σε βασικό υποστηριχτή τους.
 Αλλά οι σκληρές και ταυτόχρονα αδιέξοδες κυβερνητικές πολιτικές καταστρέφουν τους εγχώριους υποστηρικτές τους. Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στο πολιτικό ναδίρ, ενώ η  επιρροή της ΝΔ – αν και είναι το βασικό κυβερνητικό κόμμα – έχει υποχωρήσει αισθητά, με μέρος του κόμματος να έχει αποχωρήσει και να έχει σχηματίσει το κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Η ΝΔ δέχτηκε με μεταγραφή τους ακροδεξιούς του χρεοκοπημένου πολιτικά ΛΑΟΣ, δίνοντας ένα ευδιάκριτο σήμα για δεξιά στροφή. Δέχτηκε επίσης την κορυφαία υποστηρίκτρια των Μνημονίων Ντόρα Μπακογιάννη, η οποία επίσης απέτυχε στην επιδίωξή της για είσοδο στη Βουλή με ένα καθαρόαιμα φιλελεύθερο κόμμα. Παρόμοια εκλογική αποτυχία είχαν τα φιλελεύθερα κόμματα της Δράσης και του Τζήμερου.
 Ωστόσο το χρεωκοπημένο πολιτικό κατεστημένο κατάφερε να σχηματίσει μια νέα κυβέρνηση συνεργασίας, με κορμό την πολιτικά αποδυναμωμένη Νέα Δημοκρατία, σε συνεργασία με το απαξιωμένο πλέον ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, η οποία πέτυχε μια καλή επίδοση στις εκλογές, εκμεταλλευόμενη σωστά το «momentum» και προσελκύοντας τη μερίδα των ψηφοφόρων που ήθελαν συμμετοχή σε κυβερνητική λύση, με αριστερή λογική. Μένει να αποδειχτεί κατά πόσο αυτοί οι ψηφοφόροι εκτιμούν ως επιτυχή τη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά και αν θα εξακολουθήσουν να τη στηρίζουν ή θα έχει και αυτό το κόμμα την τύχη του ΛΑΟΣ, που απαξιώθηκε συμμετέχοντας στην προηγούμενη κυβέρνηση συνεργασίας.
 Πρέπει να επισημάνουμε δύο ακόμα ενδιαφέροντα πολιτικά χαρακτηριστικά του κυβερνητικού στρατοπέδου. Πρώτον, ισχυροποιήθηκε και παγιώθηκε ένα διακομματικό ρεύμα που εκφράζει, μέσω μιας σειράς στελεχών, νεοφιλελεύθερες απόψεις και πρακτικές και το οποίο δίνει τον τόνο στην κυβερνητική συνεργασία, αφού βρίσκεται σε αρμονία με τη βασική πολιτική του φιλοσοφία. Δεύτερον, αυτό το διακομματικό νεοφιλελεύθερο πολιτικό ρεύμα δεν διστάζει να συνεργάζεται φανερά ακόμα και με ακροδεξιούς ή λαϊκιστές, υιοθετώντας μάλιστα την δική τους πολιτική ατζέντα (πχ στο μεταναστευτικό, σε θέματα «νόμου και τάξης» κλπ) με πρόσχημα ότι αυτό απαιτεί «η σωτηρία της πατρίδας». Τα δυο αυτά χαρακτηριστικά θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό και τις αναμενόμενες ανακατατάξεις στον «κυβερνητικό» χώρο, οι οποίες θα οδηγήσουν πιθανόν σε νέα κόμματα και σε προσπάθειες για νέες συμμαχίες, ώστε ο χώρος αυτός να διατηρήσει ή να επανακτήσει, αν χρειαστεί, την κυβέρνηση.
 Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες είναι κόμμα της λαϊκής δεξιάς, η οποία αντέδρασε δυναμικά στις πολιτικές των Μνημονίων, αποχώρησε από το μητρικό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και κατάφερε να συσπειρώσει και να κινητοποιήσει σημαντικές λαϊκές μάζες, με αποτέλεσμα την παρουσία της στη Βουλή. Είναι ενδιαφέρον το πώς στην περίπτωση αυτή συνδυάζεται ένας παραδοσιακός δεξιός λόγος με αντικαπιταλιστικές κορώνες, αλλά και με στοιχεία άμεσης δημοκρατίας. Παραμένει ωστόσο εξαιρετικά αμφίβολο αν το κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων θα έχει την ίδια απήχηση και στο μέλλον ή θα επιστρέψει στο μητρικό κόμμα ή σε κάποιον άλλο, διάδοχο, δεξιό κομματικό χώρο.
 Μια από τις σημαντικότερες ανακατατάξεις που προκάλεσε η κρίση ήταν η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ από περιορισμένης εμβέλειας ομοσπονδία μιας δωδεκάδας αριστερών συνιστωσών (αρκετές εκ των οποίων με ελάχιστη μαζικότητα), σε αξιωματική αντιπολίτευση – και μάλιστα με την πιθανότητα της ανάδειξης στις επόμενες εκλογές σε πρώτο κόμμα, με κυβερνητικές προοπτικές. Όπως ήταν επόμενο, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ συντελούνται έντονες και ενδιαφέρουσες ζυμώσεις, όπου κάθε ομάδα προσπαθεί να περάσει τις δικές της απόψεις, στις νέες συνθήκες. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτών των διεργασιών και των αντιφάσεων, αλλά και της προσπάθειας να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι, ήταν το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα. Ένα πρόγραμμα που επιβεβαιώνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να βρίσκεται σε μια εντελώς νέα κατάσταση, αλλά εξακολουθεί να καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τους όρους συνύπαρξης των συνιστωσών του, που ίσχυαν στην προηγούμενη περίοδο. Δεν θα πρέπει όμως να μας διαφεύγει η εντατική προσπάθεια που γίνεται από μια σειρά στελεχών, με τη συμμετοχή και του Α. Τσίπρα, για μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε ευρωπαϊκού τύπου σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Είναι ακόμα ασαφές αν αυτή η προσπάθεια ευοδωθεί και που ακριβώς θα καταλήξει. Φαίνεται όμως ότι η επιτυχία της αποτελεί προϋπόθεση για τη συγκράτηση και την επαύξηση των υποστηρικτών και ψηφοφόρων που μετανάστευσαν πρόσφατα εκεί, αλλά και για την ίδια την κυβερνητική προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ.
 Το ΚΚΕ είναι πολύ δύσκολο πλέον να ανακάμψει στα προηγούμενα ποσοστά και την επιρροή που διατηρούσε, κυρίως εξαιτίας του ιδιότυπου πολιτικού του απομονωτισμού. Δεν πρέπει όμως να υποτιμάει κανείς την επιρροή που εξακολουθεί να έχει σε τμήμα των λαϊκών μαζών και τη σταθερή παρουσία του στην πολιτική σκηνή.
 Το πολιτικό σκηνικό συμπληρώνουν δυο εντελώς διαφορετικοί χώροι: εκείνος του φιλελευθερισμού (Δράση, Τζήμερος κλπ) και εκείνος της παραδοσιακής εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς (ΑΝΤΑΡΣΥΑ κλπ). Και οι δύο χώροι παρουσιάζουν ιδεολογική και πολιτική κινητικότητα, αλλά προς το παρόν παραμένουν πολιτικά περιθωριακοί. Μια κατάσταση όμως που ενδέχεται να αλλάξει, ανάλογα με τις μελλοντικές κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις. Το ίδιο ισχύει και για μια σειρά προσπάθειες που δεν έχουν ακόμα αποδώσει, όπως το κόμμα των Πειρατών. Φυσικά, σε ένα τόσο ρευστό περιβάλλον,  κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει προκαταβολικά τίποτα – ακόμα και την ήδη καλλιεργούμενη από ορισμένους κύκλους πιθανότητα εμφάνισης ενός «νέου Παπάγου», που θα αναλάβει να συσπειρώσει την κατακερματισμένη και αλληλοσπαρασσόμενη κεντροδεξιά και να διεκδικήσει με αξιώσεις την κυβερνητική εξουσία.
 Ιδιαίτερα επικίνδυνο για την κοινωνία και τη δημοκρατία είναι το ναζιστικό κόμμα – εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής, το οποίο επηρεάζει σημαντικές ομάδες πληθυσμού και πολλούς νέους, που απογοητευμένοι από την ανεργία και τη χρεοκοπία των παραδοσιακών κομμάτων, γοητεύονται από τη δήθεν αντισυστημική της ρητορεία και  την τάχα αντισυμβατική συμπεριφορά των στελεχών της, η οποία όμως συχνά διολισθαίνει σε επίπεδα ωμής χυδαιότητας και απροκάλυπτης αλητείας, βίας (και παρακρατικής), τραμπουκισμών, ανομίας. Έτσι όμως η Χρυσή Αυγή, εκμεταλλευόμενη την ανασφάλεια που καταφεύγει να ζητά αυταρχισμό, καταφέρνει να περνάει θέματα της ατζέντας της (πχ μεταναστευτικό) στην κοινωνία αλλά και στην κυβέρνηση και να διατηρείται συνεχώς στην επικαιρότητα, με τη βοήθεια των ΜΜΕ, προκαλώντας μόνιμη αναστάτωση και ιδεολογική ρύπανση. Το φαινόμενο αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί επίμονα και αποφασιστικά, με κάθε νόμιμο τρόπο. Οι ΟΠ με ξεκάθαρη αντιφασιστική τοποθέτηση καλούνται να συντελέσουν στη μείωση την πόλωσης των πολιτών και την σίγαση τελικά της παραπάνω οργάνωσης εφαρμόζοντας τις αρχές του οικολογικού κινήματος για μη βία και συνύπαρξη. Δεν μπορεί να αποτελέσει απάντηση στη βία της Χρυσής Αυγής η αντι-βία. Σε κοινωνικό επίπεδο, μόνη λύση αποτελεί η έμπρακτη συμπαράσταση στους μετανάστες (αλλά και σε κοινωνικές μειονότητες) με ειρηνική συμμετοχή σε ομάδες περιφρούρησης στις γειτονιές και καταγγελία κάθε καταπάτησης των νόμων ή ανοχής από την μεριά του κράτους της δράσης της παραπάνω οργάνωσης. Τέλος, δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε την πιθανότητα η Χρυσή Αυγή να χρησιμοποιηθεί ως έσχατη εφεδρεία του πολιτικού συστήματος που καταρρέει, ακόμα και σε κυβερνητικό επίπεδο.
 Οι Οικολόγοι Πράσινοι πριν και μετά τις εκλογές
 Συμπληρώνονται φέτος 10 χρόνια από την ίδρυση των ΟΠ. Είμαστε ένα νέο κόμμα, το οποίο όμως παρουσιάζει πρόωρα σημάδια γήρανσης. Η προωθητική δύναμη των προηγούμενων χρόνων φαίνεται να έχει εξαντληθεί. Είναι πολύ φυσικό ότι οι ΟΠ σταμάτησαν πια να ξαφνιάζουν. Αλλά δεν είναι καθόλου φυσικό ότι δεν καταφέρνουν πια να πείσουν. Και επειδή συνήθως ο γιαλός δεν είναι στραβός, θα πρέπει να προβληματιστούμε μήπως εμείς αρμενίζουμε στραβά.
Οι ιδρυτικές μας προτεραιότητες εξακολουθούν να ισχύουν. Η περιβαλλοντική κρίση συνεχώς βαθαίνει. Η κοινωνική αλληλεγγύη είναι όλο και περισσότερο απαραίτητη, στις συνθήκες της οξύτατης κρίσης που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Τα ίδια ισχύουν και στον ευρωπαϊκό νότο, όπου τα Πράσινα κόμματα δεν τα κατάφεραν καλύτερα. Αλλά και τα «μεγάλα» Πράσινα κόμματα του Βορρά δείχνουν να έχουν «βγει από τα νερά τους». Τα Πράσινα κόμματα βρίσκονται σε κρίση και αμηχανία, σε όλη την Ευρώπη. Μάλιστα πολλά από αυτά στη φάση της κρίσης όπου αναπτύσσονται έντονες εσωτερικές διαφωνίες για την πολιτική που θα πρέπει να υιοθετήσουν, όπως συνέβη πρόσφατα με τους Γάλλους Πράσινους και τον Κον Μπεντίτ, με αφορμή τη στάση απέναντι στο Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας.
Εμείς, οι ΟΠ, έχουμε σοβαρές εσωτερικές διαφωνίες, για την πολιτική κατεύθυνση που πρέπει να έχει το κόμμα μας; Μα και βέβαια έχουμε. Μέχρι τώρα όμως κάναμε εντατικές προσπάθειες «σύνθεσης», γι’ αυτό και πολλά από τα κείμενά μας κατέληγαν να γίνονται άνοστες σούπες, σε βαθιά καζάνια, για να χωρέσουν όλα μέσα. Αλλά όταν σερβίρεις ένα τέτοιο φαγητό δεν πρέπει να ξαφνιάζεσαι που ο κόσμος δεν το προτιμάει.
Το βασικότερο (αλλά όχι το μοναδικό) θέμα πολιτικής διαφοροποίησης μέσα στους ΟΠ είναι και το σημαντικότερο: η κατεύθυνση που πρέπει να έχει η οικονομία. Από τη μια μεριά η «πράσινη ανάπτυξη» και το Green New Deal, πολιτικές που επεξεργάστηκε το ΕΠΚ και από την άλλη η δυσφορία γι’ αυτές και η αναζήτηση μιας αξιόπιστης αντιπρότασης.
Το 2007 μας ψήφισαν 75.000 ψηφοφόροι, από τους οποίους το 2009 επέμεινε στην ίδια επιλογή το 25%, δηλαδή περίπου 20.000 άνθρωποι. Το 2009 μας ψήφισαν 173.000. Από τους οποίους μόνο 40.000 μας ψήφισαν και το Μάιο του 2012. Από τους 186.000 που μας ψήφισαν το Μάιο του 2012, μόνο οι 55.000 παρέμειναν και τον Ιούνιο, στις δεύτερες εκλογές. Τα δεδομένα αυτά μας υποδεικνύουν ότι η ψήφος στους ΟΠ είναι σε πολύ μεγάλο ποσοστό μια χαλαρή ψήφος. Με άλλα λόγια δεν έχει δημιουργηθεί ακόμα ένας σταθερός εκλογικός πυρήνας των ΟΠ, τέτοιος που ακόμα και σε συνθήκες έντονης πόλωσης (όπως στις εκλογές του Ιουνίου 2012) να φέρνει τους ΟΠ έστω και κοντά σε ποσοστά κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, γιατί προφανώς δεν υπάρχουν κοινές επιλογές στην ελληνική κοινωνία που να στηρίζουν την εκπροσώπηση και την προώθηση τους στους ΟΠ. Η πλειοψηφία των ψηφοφόρων των ΟΠ είναι ευκαιριακοί ψηφοφόροι και όχι ψηφοφόροι που έλκονται από τις θέσεις (ή έστω, κάποιες, από τις θέσεις) των ΟΠ. Η εκλογική άνοδος των Ο-Π τα προηγούμενα 3-4 χρόνια ήταν πρωτίστως απόρροια αυτής της πολύ ρευστής, ευκαιριακής ψήφου.
Το ερώτημα γιατί οι Ο-Π δεν έχουν καταφέρει να προσελκύσουν σταθερούς ψηφοφόρους θα πρέπει να απασχολήσει κάθε μέλος του κόμματός μας. Και πολύ περισσότερο θα πρέπει να μας απασχολήσει γιατί οι ΟΠ παρουσιάζουν τόσο χαμηλή διεισδυτικότητα στους νέους, που είναι και το πιο δυναμικό κομμάτι μίας κοινωνίας.
Εάν αυτά τα θεμελιώδους σημασίας ερωτήματα δεν τεθούν προς συζήτηση, οι ΟΠ δεν έχουν πολιτικό μέλλον και κάποια στιγμή, όχι πολύ μακριά από τώρα, είτε θα διασπαστούν είτε θα διαλυθούν.
Το Πανελλαδικό Συμβούλιο έχει τη βασική πολιτική και οργανωτική ευθύνη για τα εκλογικά αποτελέσματα. Μόνο που αυτά σε μικρό μονάχα βαθμό καθορίστηκαν από τις δυνατότητες ή τις αδυναμίες του απερχόμενου ΠΣ. Η διπλή (πολιτική και εκλογική) αποτυχία ήταν προδιαγεγραμμένη, πολύ καιρό πριν. Με βασικότερη αιτία την ιδεολογική μας ασάφεια, που οδηγούσε σε εξίσου ασαφείς πολιτικές επιλογές, οι οποίες δεν έδιναν την ευκαιρία στους ΟΠ να αναπτύξουν μια αυτόνομη, αυτοτελή, διακριτή πολιτική πρόταση, η οποία θα δημιουργούσε έναν σταθερό πυρήνα πολιτικής και εκλογικής υποστήριξης μέσα στην ελληνική κοινωνία.
Ας δούμε, ως παράδειγμα, την «πράσινη ανάπτυξη» και το Green New Deal, τα οποία είχε υιοθετήσει πανηγυρικά και ο Γ. Παπανδρέου. Εμείς απορούσαμε γιατί οι Γερμανοί Πράσινοι υποδεχόντουσαν τον Παπανδρέου στα συνέδριά τους σαν Μεσσία και γιατί μας παρότρυναν επίμονα για συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ. Ο λόγος ήταν απλός: είχαν την ίδια ή εξαιρετικά παρόμοια αντίληψη για την αειφορία, δηλαδή για δήθεν οικολογική ανανέωση του καπιταλισμού, με άνοιγμα νέων δυνατοτήτων για τις αγορές ενέργειας, κατοικίας, μεταφορών κλπ.
Αλλά το στοίχημα της εποχής μας δεν είναι πια η όλο και περισσότερη ανάπτυξη, έστω με πράσινο μανδύα, η όλο και μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας, η διατήρηση και η ενίσχυση του ίδιου αδιέξοδου καταναλωτικού μοντέλου. Το στοίχημα της εποχής μας είναι η αποανάπτυξη: μικρότερες καταναλώσεις, λιγότερες μετακινήσεις αγαθών (τοπικότητα), ριζική ανατροπή του σπάταλου καταναλωτικού προτύπου, αξιοποίηση μιας άλλης τεχνολογίας και μιας άλλης καινοτομίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ουδεμία ανάπτυξη έχει συντελεστεί στον πλανήτη μεταπολεμικά. Για μια χωρίς όρους και όρια μεγέθυνση πρόκειται, που έχει καταφέρει να προκαλέσει αμετάκλητες μεταβολές στο περιβάλλον.
Αυτά, ανάμεσα σε πολλά άλλα, οι Οικολόγοι Πράσινοι δεν τα ξεκαθάρισαν και δεν τα εξειδίκευσαν πειστικά, ούτε προεκλογικά (που θα ήταν και πάλι αργά), ούτε νωρίτερα. Και δεν τα είπαν γιατί ένα σημαντικό κομμάτι τους έχει υιοθετήσει ουσιαστικά την ιδέα του Green New Deal και της «πράσινης ανάπτυξης», ενώ η έννοια της αποανάπτυξης δεν έχει ακόμα δουλευτεί στο χώρο μας στο βαθμό που θα του επέτρεπε να τη χρησιμοποιήσει ως κεντρική πολιτική πρόταση. Για την κοινή γνώμη σήμερα η «πράσινη ανάπτυξη» είναι συσχετισμένη και με έργα με ΑΠΕ-μεγαθήρια που εγκαθίστανται από το πράσινο κεφάλαιο σε κάποιες περιπτώσεις χωρίς κριτήρια περιβαλλοντικά, χωρίς μελέτες και με τη διαδικασία fast track. Η τυφλή λοιπόν ένταξη των ΟΠ στο Green New Deal κινδυνεύει να εκθέσει ανεπανόρθωτα το κόμμα μας και να το κατατάξει εκεί όπου στην πραγματικότητα δεν ανήκει. Με αυτά τα δεδομένα ήταν πολύ πιο εύκολο το προεκλογικό «οικολογικό» έργο ακόμα και για τα δεξιά ή κεντρώα κόμματα αλλά και για τις «οικολογικές πτέρυγες» των κομμάτων της Αριστεράς, που είναι κατά παράδοση εξοικειωμένα με την αναπτυξιολογία.
Η εκλογική αποτυχία των ΟΠ δεν είναι το φτωχό εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά η αποτυχία του κόμματος να προσφέρει μια πειστική εναλλακτική πρόταση απέναντι στο ξεπερασμένο δίπολο αριστερά – δεξιά. Η βασική αιτία της πολιτικής και εκλογικής μας αποτυχίας ήταν το λάθος πολιτικό στίγμα που επιλέξαμε και το οποίο ήταν πρακτικά αδύνατο να μας καθιερώσει ως αυτόνομο, αυτοτελή, ξεχωριστό πολιτικό χώρο. Οι οργανωτικές ανεπάρκειες, οι προσωπικές αδυναμίες κλπ έπαιξαν το ρόλο τους, αλλά αυτός ήταν μονάχα επικουρικός για τη διπλή ήττα στις δύο αναμετρήσεις. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το υφιστάμενο οργανωτικό σχήμα απλά δεν λειτουργεί. Όχι γιατί είναι λάθος σχεδιασμένο, αλλά γιατί κανένα οργανωτικό σχήμα δε θα λειτουργούσε, με τους ίδιους, λίγους σε αριθμό, ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν καν πολιτική συναντίληψη – πέρα από τις υπαρκτές παραλυτικές αντιθέσεις και διαμάχες των εσωκομματικών ομάδων και τις προσωπικές στρατηγικές ορισμένων «προβεβλημένων» στελεχών.
Σε ότι αφορά την αδυναμία απήχησης των ΟΠ στη νεολαία, μπορούμε να επισημάνουμε πως έχει να κάνει με την ίδια τη φύση των Πράσινων κομμάτων (και του δικού μας) σήμερα. Ο λόγος μας, είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι, έχει ως βασικό ακροατήριο τη μεσαία τάξη, η οποία έχοντας λύσει το βιοποριστικό πρόβλημα, διαθέτει την «πολυτέλεια» για οικολογική ευαισθησία (ευαισθησία, που στις νέες συνθήκες είναι ενδεχόμενο να περιοριστεί ή να εκλείψει). Ο λόγος μας δεν ακούγεται πειστικά ή είναι αδιάφορος στους άνεργους, σε όσους προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα στην κρίση και στους νέους. Κι όμως, άλλοι πολιτικοί χώροι καταφέρνουν να έχουν σταθερά ακροατήρια στους νέους, ακόμα και να τους κινητοποιούν. Συνεπώς το πρόβλημα της αποτυχίας μας με τη νεολαία δεν έχει να κάνει με κανέναν εξωτερικό παράγοντα, αλλά με τη δική μας αδυναμία να μιλήσουμε σε μια γλώσσα νεανική και πειστική, για θέματα που ενδιαφέρουν τους νέους. Έχει υπαρξιακή σημασία να ανατρέψουμε ειδικά στη νεολαία την εντύπωση ότι οι ΟΠ είναι ένα ακόμα συστημικό κόμμα, που όχι μόνο δεν ενδιαφέρεται για τα προβλήματα των νέων, αλλά ενισχύει το σύστημα που τους οδηγεί σε αδιέξοδα.
Μια άλλη αιτία που μας αποξενώνει από τη νεολαία είναι η οικονομική και κοινωνική προοπτική της λεγόμενης «πράσινης ανάπτυξης», που έχει βαρύνουσα σημασία ιδιαίτερα στους νέους, ειδικά ως προς τις υποσχόμενες θέσεις εργασίας. Η «πράσινη» θέση εργασίας δεν είναι ένα ανεξάρτητο θέμα από τη γενικότερη καπιταλιστική λογική του ανταγωνισμού. Μπορεί η λεγόμενη πράσινη οικονομία, να ξεφύγει από τους σημερινούς νόμους της αγοράς; Να δώσει μια διαφορετική όψη στην κλασική αγορά εργασίας; Μπορεί να βάλει τους νέους ανθρώπους πάνω από τους αριθμούς, ώστε να τους δώσει την προοπτική μιας αξιοβίωτης ζωής; Μπορεί η «πράσινη ανάπτυξη», πέρα από την ωραιοποιημένη εικόνα της, για θέσεις εργασίας, να δώσει ώθηση σε διαφορετικές παραγωγικές σχέσεις;
Οι νέοι έχουν ήδη απαντήσει σε αυτό, γυρνώντας μας την πλάτη. Και αυτό θα εξακολουθήσει να ισχύει όσο δεν έχουμε να τους πούμε κάτι που να τους ενδιαφέρει πραγματικά, να τους ενθουσιάζει ως προοπτική ζωής και να τους κινητοποιεί.
Για μια άλλη πολιτική πρόταση
Αυτό που προτείνουμε είναι η υιοθέτηση ενός τρίπτυχου, που θα συμβολίζει την ιδιαίτερη πολιτική θέση των ΟΠ. Κι αυτό είναι η αποανάπτυξη, η τοπικότητα και οι θεσμικές παρεμβάσεις σε δημοκρατική / αμεσοδημοκρατική κατεύθυνση. Αν επιμείνουμε στο ίδιο μοντέλο σύμπλευσης με τις επιλογές των Ευρωπαίων φίλων μας (του ΕΠΚ) για το Green New Deal τότε η πορεία των ΟΠ είναι προδιαγεγραμμένη. Η υιοθέτηση μιας άλλης πολιτικής στάσης σαφώς εμπεριέχει το ρίσκο να ψυχρανθούν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, οι σχέσεις μας με ορισμένες δυνάμεις στο ΕΠΚ, αλλά προφανώς δεν είναι αυτό το σημαντικότερο από τα προβλήματα που θα μας απασχολήσουν στο μέλλον.
Οι ΟΠ είναι εξ ορισμού, δύναμη θετικής πολιτικής συμβολής. Η χώρα και η κοινωνία μας κυριαρχούνται σήμερα από μια καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Καμία αισιοδοξία, καμία επομένως δημιουργική κίνηση. Πρέπει να συμβάλλουμε πρώτοι εμείς, στην δημιουργία μιας νέας κοινωνικής αυτοπεποίθησης. Αυτό σημαίνει μεταξύ άλλων, απαίτηση για επανεκπαίδευση των πολιτών σε σειρά παραγωγικών δραστηριοτήτων. Από την καλλιέργεια του λαχανόκηπου, μέχρι την ανάκτηση του αισθήματος της κοινωνικής συνευθύνης.
 Ως χώρα θα πρέπει να επιδιώξουμε υγιή δημόσια οικονομικά με περιορισμό των ελλειμμάτων και προστασία των επόμενων γενεών από οικονομικά βάρη που δημιουργούνται σήμερα στο όνομα μιας δήθεν ευημερίας. Να πετύχουμε δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών. Να επιδιώξουμε καλύτερες και αποδοτικές υπηρεσίες προς την κοινωνία. Να διαφυλάξουμε την κοινωνική και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα.  Να διατηρήσουμε και να βελτιώσουμε τις δημόσιες υπηρεσίες υγείας, με έμφαση στην πρόληψη και τη δημόσια εκπαίδευση. Να αντισταθούμε στον καταναλωτισμό και να επιλέξουμε θετικά πρότυπα διαβίωσης και σχέσης με την εργασία και τη Φύση. Παράλληλα, δεν θα πρέπει με κανέναν τρόπο να επιστρέψουμε στην κατάσταση πριν την κρίση.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι είμαστε Ευρωπαίοι και ότι οφείλουμε να συμβάλλουμε στη στροφή της ΕΕ προς μιαν άλλη κατεύθυνση, προς όφελος των λαών, των περιφερειών, των πολιτών, των μειονοτήτων, του περιβάλλοντος και της βιωσιμότητας. Να επιμείνουμε σε κοινά και δημοκρατικά συμφωνημένες πολιτικές, να εξακολουθήσουμε να ζητάμε τη διεύρυνση του προϋπολογισμού και των πόρων της ΕΕ, με παράλληλο περιορισμό των προνομίων της ευρωπαϊκής γραφειοκρατικής ελίτ και στόχο την ξεχασμένη από την κυρίαρχη πολιτική τάξη σύγκλιση. Να προωθήσουμε την εναρμόνιση των εθνικών προϋπολογισμών, της φορολογίας και της κοινωνικής ασφάλισης.
Για την αντιμετώπιση της παρούσας κρίσης θα πρέπει να συμφωνήσουμε στην ΕΕ ότι η προσπάθεια για βιώσιμη δημοσιονομική εξυγίανση των κρατών – μελών δεν θα πρέπει να γίνεται εις βάρος της κοινωνικής και περιβαλλοντικής βιωσιμότητας. Αυτό σημαίνει προτεραιότητα στην καταπολέμηση της ανεργίας, προστασία των ανέργων και των ευπαθών κοινωνικών ομάδων, στήριξη των δημόσιων υπηρεσιών υγείας και της δημόσιας εκπαίδευσης, καθώς και των λοιπών κοινωνικών αγαθών, για όλους.
Ταυτόχρονα θα πρέπει η ΕΕ να ξεκαθαρίσει ότι η αντιμετώπιση της οικονομικής ή δημοσιονομικής κρίσης σε οποιοδήποτε κράτος – μέλος δεν μπορεί να σημαίνει εγκατάλειψη των πολιτικών για διατήρηση της βιοποικιλότητας και τη μείωση του οικολογικού αποτυπώματος (πχ στην περίπτωση των Ειδικών Οικονομικών Ζωνών ή στο λεγόμενο fast track για τη διευκόλυνση μεγάλων επενδυτικών σχεδίων).
Οι πολιτικές που έχει επιλέξει η κυρίαρχη πολιτική ελίτ στην ΕΕ μπορεί να αποδειχτούν καταστροφικές για την βιώσιμη ευημερία, τη σύγκλιση, την ευρωπαϊκή ενοποίηση, αλλά και τη δημοκρατία στην Ευρώπη, καθώς η υλοποίηση των αντιλαϊκών πολιτικών απαιτεί όλο και περισσότερο αυταρχική διακυβέρνηση.
Θέλουμε ένα νέο ξεκίνημα για την Ευρώπη, με επαναπροσανατολισμό της πορείας της. Αμφισβητούμε το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο, δηλαδή την ασυδοσία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Επιδιώκουμε βιώσιμη ευημερία, δημοκρατία και ποιότητα ζωής για όλους. Στηρίζουμε τις προσπάθειες με βάση την αλληλέγγυα οικονομία καθώς και κάθε προσπάθεια πραγματικής αποκέντρωσης, με κίνητρα για εθελούσια μετακίνηση του ενεργού πληθυσμού από τα μεγάλα αστικά κέντρα στην επαρχία. Μας εμπνέει το σύνθημα για μετασχηματισμό της οικονομίας σε οικολογική και αλληλέγγυα κατεύθυνση.
 Η πολιτική οικολογία είναι εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο για την κοινωνία, παρ’ όλες τις ως τώρα αστοχίες του πολιτικού της φορέα, δηλαδή των ΟΠ. Τα κόμματα δεν πρέπει να υπάρχουν για τον εαυτό τους, αλλά για να εκφράζουν και να υπηρετούν κοινωνικά προτάγματα και στόχους. Αυτά σημαίνουν ότι θα καταβάλουμε όποια προσπάθεια χρειαστεί για να διατηρήσουμε τους ΟΠ ζωντανούς και θα επιμείνουμε στην πολιτική αυτονομία του χώρου μας, επειδή με αυτόν τον τρόπο θα υποστηριχτούν αποτελεσματικότερα οι επιλογές που αναφέρθηκαν.
 Δεν ξεχνάμε ότι ο προνομιακός μας χώρος είναι τα κινήματα και οι τοπικές δράσεις. Δεν παραγνωρίζουμε όμως την ανάγκη συμμετοχής των ΟΠ στην κεντρική πολιτική σκηνή. Πρέπει να έχουμε την ετοιμότητα να συμβάλλουμε και εμείς, ως αυτόνομος πολιτικός χώρος, σε όποια προσπάθεια κρίνουμε συμβατή με τις ανάγκες της κοινωνίας και τις αρχές της πολιτικής οικολογίας, ακόμα και με την προοπτική μιας κυβερνητικής συνεργασίας. Ειδικά στις συνθήκες της σημερινής κρίσης θα πρέπει με τόλμη να αναζητήσουμε και να προτείνουμε και εμείς οι ίδιοι συνεργασίες και συμμαχίες, με στόχο την περιφρούρηση των κοινωνικών και δημοκρατικών κατακτήσεων που κινδυνεύουν από τις μνημονιακές πολιτικές, την αποτελεσματική προστασία των ανέργων και των πλέον ευπαθών ομάδων του πληθυσμού, την προστασία του περιβάλλοντος και τη διέξοδο από την κρίση σε μια κατεύθυνση περιβαλλοντικής, οικονομικής και κοινωνικής βιωσιμότητας.
 Οι γενικές διακηρύξεις είναι εύκολες. Τα προβλήματα αρχίζουν όταν θα πρέπει να εξειδικευτούν οι πολιτικές και να αρθρωθούν οι κανόνες με βάση τους οποίους θα παρθούν αποφάσεις. Ας δούμε, δειγματοληπτικά γιατί δεν γίνεται αλλιώς στα πλαίσια αυτού του κειμένου, ένα παράδειγμα, σχετικά με ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα, αυτό της διατροφής.
 Το παγκόσμιο και εγχώριο διατροφικό αδιέξοδο αναφορικά με την επάρκεια της τροφής πρέπει να αποτελέσει βασικό προβληματισμό της πολιτικής μας. Η κατάληψη καλλιεργήσιμης γης από ενεργειακά φυτά και φωτοβολταϊκά αποτελούν απαράδεκτες πρακτικές και πρέπει να καταδικάζονται. Η καλλιέργεια ντόπιων ζωοτροφών για σταδιακή απεξάρτηση από τις εισαγόμενες όπου αυτό είναι συμβατό με την σωστή διατροφή των ζώων θα πρέπει να προωθηθεί αλλά με παράλληλες καμπάνιες για τον σταδιακό περιορισμό κατανάλωσης ζωικών προϊόντων και υποκατάστασή τους από φυτικά, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος ένα γεύμα με κόκκινο κρέας την βδομάδα για κάθε Έλληνα. Η παραγωγή τροφής θα πρέπει να στηρίζεται σε φιλικές με το περιβάλλον μεθόδους, όπως εκείνες που καταδεικνύει η βιολογική γεωργία, ενώ για τα κτηνοτροφικά ζώα θα πρέπει να δοθεί απόλυτη προτεραιότητα στην ευζωία τους.
 Τα τρόφιμα όμως δεν αρκεί να είναι μόνο βιολογικά. Η επίπτωση στο περιβάλλον από την μεταφορά τους πρέπει να προσμετρείται στο συνολικό κόστος σαν επίπτωση στην παγκόσμια κοινωνία. Το Οικολογικό Κίνημα πρέπει για ακόμη μια φορά να υπενθυμίσει στους οργανισμούς πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων τις ολιστικές οικολογικές αρχές, όπως η σημασία της συσκευασίας, της μεταφοράς του τροφίμου και η αποφυγή χρήσης χημικών προσθέτων, για να μην δυσφημιστεί τελικά η προσπάθεια της βιολογικής γεωργίας.
 Η ποιότητα τέλος στα τρόφιμα πρέπει άμεσα να συνδεθεί με την πολυπλοκότητα. Τα απλούστερα τρόφιμα έχουν λιγότερες τεχνολογικές ανάγκες συντήρησης και θα πρέπει να προτιμούνται. Πρέπει επίσης να δοθεί προτεραιότητα στην ενημέρωση του καταναλωτή ότι η τυφλή εμπιστοσύνη στις αισθήσεις του στην επιλογή των τροφίμων, όπως στην εμφάνιση και τη γεύση δεν πρέπει να είναι βασικό κριτήριο αν αυτό δεν συνοδεύεται από την ενημέρωση γιατί είναι νόστιμο και γιατί είναι όμορφο. Τα εντυπωσιακά στη γεύση και την όψη τρόφιμα αποτελούν ακόμη έναν τεχνητό παράδεισο, όντας κατασκευάσματα που σκοπό έχουν τη συντήρηση του υπερκαταναλωτικού μοντέλου, που τις επιπτώσεις του τις βιώνουμε τώρα.
 Οικονομία
 Σε όλη τη γη συντελείται μία τεράστια δομική οικονομική αλλαγή. Ο λεγόμενος άκρατος οικονομικός νεοφιλελευθερισμός έχει επικρατήσει στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι. Και για να μην γίνονται παρερμηνείες, ο άκρατος οικονομικός νεοφιλελευθερισμός, ως έννοια , δεν έχει καμία σχέση με τις φιλελεύθερες ιδέες και τον κοινωνικό φιλελευθερισμό όπως έχει διατυπωθεί θεωρητικά και στα παγκόσμια κινήματα. Είναι η θεωρητική βάση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Μία οικονομική θεωρία που ανάγει μια αρρωστημένη νοοτροπία σε ηθική, αφού ο κεντρικός της άξονας είναι ουσιαστικά η ασύδοτη επιδίωξη του κέρδους. Τα πάντα στον κόσμο, σύμφωνα με τον άκρατο οικονομικό νεοφιλελευθερισμό, θα πρέπει να διαμορφωθούν έτσι, ώστε η ατομική επιδίωξη του κέρδους να είναι απρόσκοπτη και ανεμπόδιστη. Κανένας ηθικός, νομικός, εθνικός, πολιτισμικός ή περιβαλλοντικός φραγμός δεν θα πρέπει να βρίσκεται μπροστά στην επιδίωξη αυτή. Έτσι, στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι η «ελεύθερη αγορά» παρουσιάζεται ως η ιερότερη και μεγαλύτερη κατάκτηση της ανθρωπότητας, η οποία θα πρέπει να επιβληθεί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι ορατά από όλους. Τεράστια οικολογικά εγκλήματα σε όλο τον πλανήτη και στη χώρα μας. Τα πολιτιικά και πολιτισμικά δικαιώματα, καταργούνται. Τα εργασιακά κεκτημένα, παύουν να ισχύουν. Το κράτος δικαίου δεν υπάρχει. Εργαλείο για να πετύχει τους σκοπούς του το παγκόσμιο οικονομικό κατεστημένο είναι οι Τράπεζες.
 Ως κόμμα έχουμε σαφέστατη Ευρωπαϊκή προοπτική αλλά αυτό ακριβώς μας επιβάλει να ασκούμε κριτική στα κακώς κείμενα. Γιατί άλλο η Ευρώπη των Λαών και άλλο η Ευρώπη των Τραπεζών. Δεν είναι δυνατόν για παράδειγμα να μην στηλιτεύσουμε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία δίνει Πυραμιδικά Δάνεια στις χώρες που έχουν ανάγκη. Δεν θέλουμε αυτή την Ευρώπη.
 Το δημόσιο χρέος μιας χώρας, για να είναι βιώσιμο, απαιτεί την ισοδυναμία δύο αριθμών: του ρυθμού αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ (δηλαδή του εθνικού εισοδήματος χωρίς να λαμβάνουμε υπ’ όψη τον πληθωρισμό) και του επιτοκίου με το οποίο δανείζεται το δημόσιο. Στην περίοδο 2000-2008, το ΑΕΠ αυξανόταν (χωρίς να λάβουμε υπ’ όψη τον πληθωρισμό) με ρυθμό άνω του 5% ενώ το επιτόκιο ήταν μόλις 3,5%  και για αυτό  δεν υπήρχε κρίση χρέους εκείνη την εποχή. Όταν όμως η διεθνής κατάρρευση του 2008 έριξε τον ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ στο 0%  και, από τον Νοέμβρη του 2009, τα επιτόκια δανεισμού άρχισαν να ξεπερνούν το 6%, το ελληνικό δημόσιο πτώχευσε. Είναι πλέον πασιφανές ότι η Ελλάδα πρέπει να ρίξει τα επιτόκια δανεισμού και το κυριότερο να μεγαλώσει ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ. Για να συμβεί όμως αυτό πρέπει να γίνει επανεκκίνηση της οικονομίας σε άλλη βάση. Για να αυξήσει το κράτος το ΑΕΠ του, πρέπει ο κόσμος να μπορεί να καταναλώνει και το κράτος να εισπράττει τον ανάλογο ΦΠΑ. Για να μπορεί ο κόσμος να καταναλώνει πρέπει να έχει χρήματα. Σήμερα οι Έλληνες είναι άνεργοι και χρεωμένοι στις Τράπεζες. Επίσης, έχει μετρηθεί ότι το σύνολο των εμπράγματων αξιών στη γη (χωράφια, οικόπεδα, σπίτια, αυτοκίνητα, ορυκτά, χρυσός, κτλ) είναι μόλις το 10% σε σχέση με τα χρήματα που κυκλοφορούν και με τα χρέη που έχουν τα κράτη. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το 90% είναι «φούσκα».
 Σε μία εποχή που οι εναλλασσόμενες κυβερνήσεις δίνουν έμφαση στους αριθμούς και στις τράπεζες, εμείς οφείλουμε να αγκαλιάσουμε τους ανθρώπους. Γιατί αν φτωχοποιηθεί όλη η κοινωνία κανένα μέτρο δεν θα είναι εφαρμόσιμο. Παράλληλα, για να μπορέσει ένα κράτος να έχει αύξηση του ΑΕΠ θα πρέπει ο κάθε πολίτης να έχει καταναλωτική δυναμική. Για να μπορέσει το κράτος να εισπράττει από τον ΦΠΑ, προϋπόθεση είναι να υπάρχουν πολίτες που να έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν προϊόντα. Σήμερα, οι Έλληνες, όσοι εξακολουθούν να έχουν δουλειά, έχουν υποστεί μείωση του μισθού τους, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, κατά 30%-45%. Παράλληλα έχουν αυξηθεί η βαριά φορολογία και το κόστος διαβίωσης. Με άξονα την αποανάπτυξη, την αποκέντρωση και έμφαση στην οικονομία κλίμακας και της τοπικότητας, προτείνουμε να ληφθεί συγκεκριμένη δέσμη μέτρων, η οποία έχει στόχο την αύξηση της ποιότητας διαβίωσης των ανθρώπων, την πραγματική αύξηση του ΑΕΠ, την πραγματική επανεκκίνηση της οικονομίας. Για εμάς τα υπερκέρδη των τραπεζών είναι άχρηστα χαρτιά, μπροστά στην εμπράγματη υπεραξία της κοινωνικής πολιτικής προς τους ανθρώπους που πλήττονται.
 Με αυτό το σκεπτικό, προτείνουμε για διάλογο και επεξεργασία τα εξής:
  • · Λογιστική απεικόνιση του χρέους της χώρας από Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου που θα καταδείξει το «δέον γενέσθαι» προς όφελος της κοινωνίας.
  • · Να δούμε τι μέρος του αρχικού κεφαλαίου έχουμε πληρώσει και πόσο είναι οι τόκοι.
  • · «Βαθύ Κούρεμα» των προσωπικών – στεγαστικών δανείων μέχρι 400.000 ευρώ και των επιχειρηματικών μέχρι 4 εκατομμύρια ευρώ.
  • · Άτοκος διακανονισμός οφειλών παρελθόντων ετών σε όλο το δημόσιο μέχρι και 120 δόσεις
  • · Μείωση του ΦΠΑ σταθερά για 10 χρόνια σε 15% και 8% (αντίστοιχα των 23% και 13%)
  • · Απαλλαγή φορολόγησης κερδών μέχρι 10% των επιχειρήσεων που αναλογικά μέχρι 10% θα μοιράσουν στους εργαζόμενους ή/και θα επανεπενδύουν «πράσινα» (π.χ. για μείωση κατανάλωσης ενέργειας)
  • · Κατάργηση του Τειρεσία.
  • · Συμψηφισμός και αντιλογισμός χρεών ιδιωτών και δημοσίου.
  • · Υποχρεωτική δήλωση στην εφορία, όλων των ακινήτων που διαθέτει ο κάθε φορολογούμενος, ακόμα και αν είναι εταιρικά, ακόμα και αν είναι σε off shore ή holding εταιρίες Θα αναγράφει το ποσοστό συνιδιοκτησίας ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής στην εταιρία. Αν καταγραφεί αδήλωτο ακίνητο, θα κατάσχεται στο ανάλογο ποσοστό συνιδιοκτησίας και θα καταλογίζεται πρόστιμο ίσο με την συνολική αξία του ακινήτου. Τα χρήματα αυτά θα πηγαίνουν σε ειδικό λογαριασμό καταπολέμησης της φτώχειας.
  • · Για κάθε νέα εταιρία που ιδρύεται και ανοίγει τουλάχιστον 5 νέες θέσεις εργασίας τα δύο πρώτα χρόνια τα κέρδη θα είναι αφορολόγητα.
  • · Το ταμείο ανεργίας, θα μετονομαστεί σε ταμείο κοινωνικής εργασίας. Οι εγγεγραμμένοι θα έχουν την υποχρέωση καθημερινής συμμετοχής σε κοινωνική 4ωρη εργασία με ευθύνη του ταμείου. Στόχος είναι όλοι οι άνεργοι να λαμβάνουν 400 ευρώ μηνιαίως μέχρι να βρουν εργασία. Η μη συμμετοχή στην 4ωρη κοινωνική εργασία θα συνεπάγεται την απώλεια του επιδόματος για 2 χρόνια.
  • · Περίοδος χάριτος 6 μηνών για τον επαναπατρισμό των κεφαλαίων που έχουν διοχετευθεί εκτός Ελλάδος. Φορολόγηση όσων τα επιστρέψουν με 35% δίχως άλλες κυρώσεις. Από αυτά, θα χρησιμοποιηθούν για χρηματοδότηση των ανέργων το 5%, το 5% στον κωδικό για τις συντάξεις και άλλο ένα 5% σε έναν ειδικό λογαριασμό για την έρευνα στο πεδίο της πράσινης τεχνολογίας, σαν κίνητρο επαναπατρισμού νέων επιστημόνων. «Συμβιβασμοί» αυτού του τύπου έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα στις πληγείσες κοινωνικές ομάδες. Όσοι δεν φέρουν τα χρήματα εντός εξαμήνου, θα είναι ανά πάσα στιγμή στη διάθεση ειδικής υπηρεσίας που εν τω μεταξύ θα συσταθεί για να βρεθούν τα χρήματα αυτά. Όποιο ποσό δεν δικαιολογείται θα κατάσχεται από το ελληνικό κράτος ως προϊόν εγκλήματος. Από το συγκεκριμένο ευνοϊκό μέτρο (του 35%) εξαιρούνται οι διατελέσαντες Πρωθυπουργοί, Υπουργοί, βουλευτές, διοικητές ΔΕΚΟ, έφοροι, δήμαρχοι, περιφερειάρχες, νομάρχες και αστυνομικοί. Για τις παραπάνω κατηγορίες δημόσιων λειτουργών θα υπάρχει κατάσχεση κάθε ποσού που δεν δικαιολογείται.
  • · Δημιουργία πλαφόν στις τιμές των διατροφικών προϊόντων με βάση την αρχική τιμή (κόστος + κέρδος) του παραγωγού.
  • · Εφαρμογή προγράμματος παραχώρησης προς χρήση σε ανέργους των ανεκμετάλλευτων δημόσιων και δημοτικών αγροτικών εκτάσεων. Υποχρέωση τους το 1% της παραγωγής να δίδεται δωρεά σε κοινωφελή ιδρύματα (πχ. Χαμόγελο του παιδιού) και σε συσσίτια αστέγων.
  • · Αποκέντρωση και έμφαση στην οικονομία της τοπικότητας. Κάθε υπερτοπική χρήση (πχ Mall) θα είναι υποχρεωμένη να παίρνει πρώτες ύλες σε ποσοστό 30% από την τοπική αγορά. Δημιουργία της κάρτας του Δημότη σε κάθε Δήμο, όπου θα έχει εκπτωτικό χαρακτήρα για τα προϊόντα των επιχειρήσεων του Δήμου.
  • · Εφαρμογή της φορολογικής μεταρρύθμισης στα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Οι Δήμοι, που είναι ο εγγύτερος θεσμός προς τον πολίτη, θα εισπράττουν τους φόρους και τα τέλη και θα αποδίδουν το ποσοστό που τους αναλογεί στους παραπάνω (συγκεντρωτικότερους) θεσμούς. Θεσμοθετείται ειδικό, συγκεκριμένο κονδύλι, από τα έσοδα, που θα αφορά τις κοινωνικές δομές και την καταπολέμηση της φτώχιας.
  • · Φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και των εσόδων της.
  • · Προστασία της πρώτης κατοικίας από κάθε είδους χρέος.
  • · Ανάπτυξη του δικτύου Μέσων Μαζικής Μεταφοράς με ειδική έμφαση σε αυτά της σταθερής τροχιάς. Δημιουργία κινήτρων και αντικινήτρων ώστε να μην υπάρχουν αυτοκίνητα στα αστικά κέντρα. Θέσπιση κοινωνικής πολιτικής για την δωρεάν λειτουργία των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς μέχρι τις 08.00 το πρωί προς όφελος των εργαζόμενων χαμηλού εισοδήματος.
    • Ειδικά κίνητρα σε ξένες εταιρίες να έρθουν στη χώρα μας και να φέρουν τεχνογνωσία στις τοπικές παραγωγικές μονάδες, εφ’ όσον εκπληρούνται τα κριτήρια που έχουμε αναφέρει. Δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στα Ελληνικά βιολογικά προϊόντα με τη θεσμοθέτηση ειδικού τμήματος προώθησης τους στο εξωτερικό. Ενισχύουμε ελληνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις με συγκεκριμένη προσέγγιση τις εξαγωγές. Παραμένουμε σταθερά κατά των εξορύξεων, όπως του χρυσού και των υδρογονανθράκων.
 Νέο ξεκίνημα
Το σημείο – κλειδί είναι η εμπλοκή στην υπόθεση των ΟΠ ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων, από τις δεκάδες χιλιάδες που τα τελευταία χρόνια μας ψηφίζουν αλλά, πρακτικά, δεν έχουν άλλη επαφή μαζί μας. Κι όμως, πρόκειται για το δικό τους κόμμα. Αυτούς, πρωτίστως, αφορά, εφ’ όσον θέλουν να παρέμβουν για να αλλάξουν και να βελτιώσουν τη ζωή τους.
Είναι κοινή διαπίστωση ότι οι δεσμοί των ΟΠ με την κοινωνία είναι εξαιρετικά χαλαροί, έως ανύπαρκτοι. Ελάχιστοι είναι οι εκπρόσωποί μας στους θεσμούς της Αυτοδιοίκησης ή τα συνδικάτα. Αλλά και εκεί που διαθέτουμε εκπροσώπηση, θα πρέπει να προσέξουμε ώστε να μη μας θεωρούν ως ένα κόμμα – οργανικό τμήμα ενός απεχθούς συστήματος. Μια ένδειξη ότι υφίσταται τέτοιος κίνδυνος είναι η παταγώδης αποτυχία πολλών προβεβλημένων και γνωστών στελεχών μας στη σταυροδοσία των εκλογών του Μαΐου.
Είναι υπαρκτές οι περιπτώσεις όπου οι ΟΠ έχουν μετατραπεί σε μια τυπική τοπική γραφειοκρατική κάστα: Ανθρωπογεωγραφία διαρκώς συρρικνούμενη και μη ανανεούμενη, οι ίδιοι λίγοι άνθρωποι κυκλοφορούν με διαφορετικές ταμπέλες: άλλοτε είναι ΟΠ, άλλοτε Οικολογική Κίνηση, άλλοτε ΜΚΟ κοκ.
Ανάμεσα στα άλλα προβλήματα του κόμματός μας ξεχωρίζει η απουσία ενός παγιωμένου και ήπιου κλίματος συνεργασίας μεταξύ μας. Αντί γι’ αυτό κυριαρχούν η καχυποψία, οι εντάσεις και οι αντιπαραθέσεις, συνήθως χωρίς αρχές. Παράλληλα, οι προσωπικές στρατηγικές δεν είναι η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Όλα αυτά δημιουργούν αντι – συσπειρώσεις, σε έναν αέναο, όσο και αδιέξοδο κύκλο. Οδηγούν επίσης πολλά μέλη που, δικαίως, βρίσκουν αυτό το περιβάλλον κοινωνικά και πολιτικά ανθυγιεινό, σε αδρανοποίηση ή και απομάκρυνση από τους ΟΠ, οι οποίοι δεν μπορούν να σχηματίσουν έναν συνεχώς διευρυνόμενο -εμπλουτιζόμενο, πολιτικά σταθερό, πυρήνα μελών και στελεχών.
 Βασικό προαπαιτούμενο για να ξεπεραστεί δημιουργικά αυτή η κατάσταση είναι η υιοθέτηση μιας συνολικής όσο και συγκεκριμένης πολιτικής πρότασης, η οποία θα ενεργοποιήσει και θα κινητοποιήσει πολιτικά τα μέλη και φίλους – υποστηρικτές των ΟΠ. Στη συνέχεια, κομβικό σημείο για το νέο ξεκίνημα είναι το γενναίο άνοιγμα των ΟΠ και των κομματικών τους διαδικασιών (συνέδρια, περιφερειακές συνδιασκέψεις, συνεδριάσεις του ΠΣ κλπ) σε όλα τα μέλη του κόμματος και στην κοινωνία, με τη βοήθεια του διαδικτύου και της σύγχρονης τεχνολογίας. Κάθε μέλος των ΟΠ αλλά και κάθε πολίτης θα μπορεί να παρακολουθήσει τις συνεδριάσεις, σε απευθείας μετάδοση από τους χώρους που γίνονται και θα μπορεί να διατυπώνει γραπτά την άποψή του πάνω στα θέματα που συζητούνται. Κάθε μέλος των ΟΠ θα μπορεί να πάρει μέρος στις ψηφοφορίες για την έγκριση των εισηγήσεων, αλλά στη διαδικασία της ψηφοφορίας για την ανάδειξη των κομματικών οργάνων.
 Πρέπει, ενόψει του συνεδρίου μας, να διαμορφώσουμε μια καθαρή και ρεαλιστική αντίληψη για το νέο ξεκίνημα που έχουν ανάγκη οι ΟΠ, αφήνοντας κατά μέρος τις κενές περιεχομένου μεγαλοστομίες για «επανίδρυση» ή τις αντικαταστατικές προτάσεις που ζητάνε ουσιαστικά διάλυση και επανασύσταση, χωρίς να μπορούν καλύψουν τις προσωπικές στρατηγικές που βρίσκονται από πίσω. Διαθέτουμε ακόμα την απαραίτητη κρίσιμη μάζα μελών και μπορούμε να κερδίσουμε το μέλλον αν συμφωνήσουμε καταρχήν μεταξύ μας πάνω σε ξεκάθαρες πολιτικές και αν υλοποιήσουμε το άνοιγμα στην κοινωνία, που θα μας επιτρέψει να ανανεωθούμε – εμπλουτιστούμε σε ενεργά και δραστήρια μέλη και να πυκνώσουμε τις γραμμές μας. Με σεβασμό στο καταστατικό μας, στις ιδρυτικές μας αρχές, στις καλές παραδόσεις του οικολογικού κινήματος, με ενωτικό πνεύμα και πολιτική αισιοδοξία, η οποία να πηγάζει από τα παραπάνω και με τη σειρά της να τα ενισχύει και να τους προσδίδει όλο και μεγαλύτερη δυναμική και πολιτική αποτελεσματικότητα.
 Το κείμενο υπογράφουν:
 Πάνος Ζέρβας, Δημήτρης Χρυσαφίδης, Μιχάλης Μιχελής, Κώστας Καλογράνης, Ιωάννης Παπαπανάγου, Δημήτρης Καλαφάτης, Γιώργος Δημητρίου, Άγγελος Τρωιάνος, Σταύρος Αγογλωσσάκης, Οδυσσέας Ρομπάκης, Γιάννης Δρόσος, Στέλιος Παναγιωτίδης, Απόστολος Γεωργάκης, Ανίκητος Μακρένογλου, Κυριάκος Δουζίνας, Δημήτρης Καραβασίλης, Κυριακή Βελουκάκη, Γιάννης Δελλής, Αγγελική Δουζίνα, Νίκος Ντούρος, Γρηγόρης Καραγιώργος, Αγάπη Καραγιώργου, Νίκος Χαρίσης, Βασίλης Ρουμελιώτης, Μαρία Λιόση, Δημήτρης Βλάχος, Πέτρος Καραβέλλας, Ευάγγελος Παναγιωτίδης, Δήμητρα Διαμαντοπούλου, Γιαντβιγκα Γιουρτάγκεβα, Ευαγγελίνη Ντούρου, Ιωάννης Γαβριήλ, Γιάννης Χατζηκωνσταντής, Δήμητρα Καφαλίδου, Πολύκαρπος Παπαδόπουλος, Γιώργος Ιωακειμίδης, Χαράλαμπος Σαββίδης, Αλεξάνδρα Λιόση, Αριστείδης Σαββίδης, Άννα Λοιζίδου, Ιωάννης Παντελιάδης, Κυριακή Σαββίδου, Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, Σπύρος Δημητρίου, Ελευθερία Καλογράνη, Μαρία Γλάρου, Σωτήρης Τσακάλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Έλενα Γεωργάκη, Πολύκαρπος Παπαδόπουλος, Γιώργος Ιωακειμίδης, Χαράλαμπος Σαββίδης, Αλεξάνδρα Λιόση, Αριστείδης Σαββίδης, Κυριακή Σειταρίδου, Ιωάννα Μανιάτη, Μαρία Παναγιωτίδου, Γρηγόρης Μαλτέζος, Θανάσης Ζούλιας, Δήμητρα Λυμπεροπούλου, Νίκος Σαράντης, Κώστας Κιτσίκης, Γιάννης Λευτεράτος, Άννα Ζαγκότη